«Ευχαριστώ την μπάλα»…

Η αλήθεια, για τον καθένα είναι η πραγματικότητα που βιώνει. Αυτή καθορίζεται από όσα αισθάνεται και από όσα πιστεύει…

Αν και «προσωπική» διαδικασία, δεν αποτελεί… κάθετη ιδιοκτησία. Όχι, μόνον, επειδή η εξωγενής παρέμβαση είναι από την αρχή, παρούσα, αλλά, γιατί διενεργείται «εντός του σύμπαντος κόσμου»…

Και οδηγεί στην Μία: την… αντενέργεια στη λήθη

Η «προσωπική αλήθεια» του Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα είναι η μπάλα. «Εύκολη» στα χέρια (και τα πόδια) όλων των παιδιών, αλλά εφήμερη -για «όλα» τα παιδιά: «ξεγλιστρά» σχετικά γρήγορα, ξεχνιέται, αναπτερώνεται ως ανάμνηση και ξαναπέφτει στη λήθη της ενήλικης καθημερινότητας…

Μόνο που σε αυτήν την εξαιρετική περίπτωση, το «παιχνίδι» διήρκεσε και πέραν του… κανονικού προγράμματος.

Γιατί, η αναζήτηση της αλήθειας, απαιτεί εφημερίες… Που δεν κράτησαν και τόσον πολύ καιρό, αλλά, όπως φαίνεται, αρκετό, ώστε να μπουν τα πράγματα στη θέση τους.

Τα «πράγματα» του Ντιεγκίτο…

Αλλά κι εκείνα του σύμπαντος κόσμου, που είχε την τύχη να του ανοίξει και να του κλείσει την πόρτα, αρκετές φορές...

Είναι που αυτός ο κόσμος δε δίνει εύκολα την ευκαιρία ούτε στην ίδια του τη φύση…

Αλλά είναι και οι άνθρωποι που υποκλίνονται στην ιδιοφυία. Όπως κι αν αυτή προσδιορίζεται, εκφράζεται, προσωποποιείται…

Η συγκεκριμένη ήταν και θεαματική. Γι’ αυτό και προσέλκυσε όλη την υφήλιο -ποδοσφαιρόφιλη ή αδιάφορη περί των ποδοσφαιρικών.

Ευλαβής, απέναντι στο «μυστήριο» που κυλούσε στρογγυλό κι αυτεξούσιο εντός κι εκτός γηπέδων.

Ή περιφρονητική, απέναντι σε έναν «θεό» με στραβές γάμπες και… ιδέες.

Πάντα, όμως… «Το χέρι του Θεού»… Γιατί και οι ιδιοφυίες -και δη οι ποδοσφαιρικές- δε γλιτώνουν από τη μοίρα τους να «ντύνονται» τα… προσωνύμια που ευφάνταστοι σπορτκάστερς συνεπαρμένοι από το μέγεθος της «λαμπρότητας» σε γήπεδα και τέρματα, προσδίδουν -αδιαφορώντας για το αποτέλεσμα…

Την «ντύθηκε»… ποικιλοτρόπως την υπερβολή, γιατί την «κέρδισε»… Και την αξιοποίησε στο έπακρον: είτε βάζοντας γκολ και με τα χέρια -επισφραγίζοντας, θαρρείς, την αδιαμφισβήτητη κυριαρχία του, στα ποδοσφαιρικά πεδία του κόσμου- είτε μιλώντας με το ύφος παιδιού που κατανοεί περισσότερα από όσα, υπό κανονικές συνθήκες, του επιτρέπονται, στα υπόλοιπα πεδία…

 

Στην αναζήτηση της αλήθειας (του) ο δρόμος, μόνον εύκολος δεν πρέπει να ήταν ούτε και μονοδιάστατος.

Ξεσήκωνε τις αρένες των ηπείρων… Κι ας ήταν αυτός και το θηρίο και ο μονομάχος.

Ανάγκαζε τους επιστήμονες να σηκώνουν τα χέρια ψηλά, γιατί σημείωνε «αφύσικα» γκολ.

Εκνεύριζε τους Πάπες για την «πρωτόλεια» θεώρησή του περί κατανομής και διαχείρισης του πλούτου…

 

«Έπαιζε» και εκτός...

 

Κι έχασε την ησυχία του για πάντα. Γιατί, αντίθετα από τον ήρωα του Χόρχε Μπουκάι, στο «Μαγαζάκι της αλήθειας», εκείνος… αγόρασε. Κι ας ήξερε ότι το κόστος θα ήταν πολύ μεγάλο κι ας γνώριζε πως δεν ήταν έτοιμος να πληρώσει το τίμημα…

Αλλά, μάλλον, αυτή είναι η μοίρα των «θεών» που μπαινοβγαίνουν, από την κορνίζα της θεότητάς τους, σε αυτήν, της «παγιωμένης» θνητότητας…

Κινδυνεύουν να μείνουν «γυμνοί» στη μέση του δρόμου -μεσημεριάτικα…

Να αναθεωρήσουν τα περί «υπεροχής» και να «σιωπήσουν»…

Να αποδεχτούν εν τέλει, πως το «παιχνίδι» θέλει πάντα ένα παιδί, για να υπάρξει. Κι εκείνο, συνήθως, στο τέλος της ημέρας αποζητά τη μάνα του…

 

Στα χρόνια των κρίσεων, οι απώλειες «μετρούν» αλλιώς. Είναι γιατί το γκρίζο δεν αποτελεί πρώτη επιλογή για κανέναν… Κι οι μέρες του κορωναϊού, ανεξαρτήτως χάρτη Χαρδαλιά, είναι «γκρίζες».

Αλλά και ο θάνατος αν το καλοσκεφτούμε δεν είναι το «μαύρο» που πιστεύουμε ότι του αναλογεί. Ένα… γκρι είναι κι αυτός: ψυχρός, μυστηριώδης κι απροσδόκητα οικείος, ουδέτερος, αμφίσημος…

«Χρώμα της ανθρωπότητάς μας, χρώμα του κτήνους και του αγγέλου, μαζί»…

Κι οι απανωτές επιστρώσεις από γκρι… πάλι γκρι. Απλώς πιο βαρύ, πιο έντονο. Ασήκωτο…

 

Σαν την… αλήθεια που αποφεύγουμε… Γι’ αυτό και δεν κάνουμε πλέον συνειρμούς -που αποτελούν και βασική αρχή στην αναζήτησή της…

 

Γιατί έχει «πέσει» πολύ γκρι.

Γκρι στις ΜΕΘ, γκρι στις διασωληνώσεις, γκρι στην πολιτική, γκρι στα «γύρω του κόσμου», που συνεχίζει να κάνει τα δικά του, ανεξαρτήτως κόβιντ, γκρι στην τσέπη μας, το κεφάλι μας, το μέλλον...

Παχιά στρώματα γκρι που περιορίζουν την ικανότητα όρασης. Μια μουδιασμένη ουδετερότητα που αυτοπροσδιορίζεται ως «μεταίχμιο» της ιστορίας… Το οποίο περιλαμβάνει (ή θα έπρεπε) εκτός από την «παρούσα κατάσταση» και «αρκετό από το «λαμπρό παρελθόν» του πάλαι ποτέ οικείου κόσμου μας…

Και σ’ αυτό το «παρελθόν» οι πρωταγωνιστές του πρέπει να παραμένουν, μεταξύ άλλων και «αφύσικα»… γκολτζήδες.

 

Ίσως τελικά, αυτό που οφείλουμε, είτε είμαστε απλοί είτε σύνθετοι, είναι μια παράταση. Στον ίδιο μας τον εαυτό, στους άλλους. Τους «δώθε» και τους «αντίπερα».

Ευγνώμονες που υπάρχει πάντα καιρός για «αναζήτηση», «ψάξιμο», «θησαύρισμα»…

Κι ας έχουμε χάσει ήδη, άλλη μια μέρα… Και δεν βάλαμε ούτε μια τόση δα πετρούλα στο «προσωπικό» μας ψηφιδωτό αλήθειας…

Κι ας μην ευχαριστήσαμε ούτε την «ψηφίδα», όπως πρόλαβε, ο Ντιέγκο…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σύνταξη: Ελευθερία Μούκανου

Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου

Κοινωνικά
Πολιτιστικά
Τοπικά