Επιμέλεια: Σοφία Δαληκριάδου
Του Θανάση Μουσόπουλου
Ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης είναι δύο χρόνια μεγαλύτερός μου. Είχα τη χαρά να τον γνωρίσω το 2011, ασχολήθηκα με το λογοτεχνικό έργο του, μιλώντας και γράφοντας γι’ αυτό. Αν θα ήθελα με μία φράση να χαρακτηρίσω την παρουσία του στην τέχνη του λόγου, θα έλεγα ότι είναι ένας δόκιμος συγγραφέας ιστορικών μυθιστορημάτων. Θα επιχειρήσω με το κείμενό μου να περιγράψω το ως τώρα έργο του.
Θα ξεκινήσουμε παρουσιάζοντας ένα σύντομο αυτοβιογραφικό σημείωμα του Μιχάλη Μπουναρτζίδη.
«Γεννήθηκα το 1947 στην Ξάνθη, όπου και τέλειωσα το σχολείο. Σπούδασα στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, στη Γεωπονοδασολογική Σχολή. Έχω τίτλο Μεταπτυχιακών Σπουδών από το Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και έχω γράψει πολλές εργασίες, πάντα στις Θετικές Επιστήμες και στα Οικονομικά, μια και εργάστηκα στην ΑΤΕ απ’ όπου και πήρα σύνταξη το 2007. Η λογοτεχνία και το διάβασμα όμως, ήταν πάντα η προτεραιότητα και η ανάγκη μου, το γράψιμο ήρθε σχετικά αργά, αφού χωνεύθηκαν κάποιες χιλιάδες βιβλία. Το πρώτο μου βιβλίο, η ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ, εκδόθηκε το 2010 από την ΕΠΤΑΛΟΦΟΣ, Α.Β.Ε.Ε. Το δεύτερο βιβλίο μου, Η ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΟΛΙΟΥ, εκδόθηκε το 2015 από τις εκδόσεις ΚΕΔΡΟΣ».
Να προσθέσουμε ότι το 2019 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Ωκεανός το τρίτο μυθιστόρημά του με τίτλο «Τι σημαίνουν οι σημύδες;», ενώ το 2023 κυκλοφόρησε το τέταρτο «Αποδοχή κληρονομιάς», εκδ. Επτάλοφος, σελ. 294.
*
Συνεχίζοντας, στο πρώτο μέρος θα αναφερθούμε στο κάθε μυθιστόρημα ξεχωριστά, παραθέτοντας πρώτα τα κείμενα των οπισθόφυλλων, ενώ κατόπιν θα δώσουμε το λόγο σε μελετητές του Μιχάλη Μπουναρτζίδη. Στο δεύτερο μέρος του κειμένου μας θα μιλήσει ο ίδιος ο συγγραφέας σε συνεντεύξεις του και θα κλείσουμε με αποσπάσματα του έργου του.
ΠΡΩΤΟ ΜΕΡΟΣ - ΤΑ ΜΥΘΙΣΤΟΡΗΜΑΤΑ
ΠΡΟΣΕΥΧΗ ΓΙΑ ΤΙΣ ΚΑΙΝΟΥΡΓΙΕΣ ΠΑΤΡΙΔΕΣ, 2010
«Δυο ιστορίες σαν μυθιστόρημα εξελίσσονται παράλληλα, ξεκινάνε το 1882 στην Αδριανούπολη και κοντά σ’ αυτήν, όταν έρχονται στη ζωή δυο άνθρωποι που έζησαν, στ’ αλήθεια, και σταματάνε το 1922 είναι τα χρόνια που ο ένας πόλεμος μετά τον άλλον, άλλαξαν τον κόσμο τους, στη Θράκη που γεννήθηκαν, στην Ελλάδα, στον ευρύτερο βαλκανικό χώρο, σ’ ολόκληρη την Ευρώπη…
Κάποια πρόσωπα και κάποιες δικές τους αφηγήσεις, πάνε και υφαίνονται και μπλέκουν και γίνονται ένα, με την Ιστορία την γραμμένη, αυτή που συνέβη και δεν αλλάζει... έτσι προχωράνε οι δυο ιστορίες που μπορεί να έγιναν έτσι, αλλά μπορεί κι αλλιώς, σημασία έχει να ξέρουμε πώς φτάσαμε μέχρι εδώ, δεν ήταν πάντα έτσι τα πράγματα, όπως τα βλέπουμε και τα ζούμε σήμερα.
Πολλά «γιατί» βρίσκουν απαντήσεις, αναζητώντας τις σ’ όλο το χώρο ανάμεσα στη γραμμή που τρέχει απ’ τη Σαλονίκη στη Σόφια, μετά στην Οδησσό, κι από κει στην Πόλη και πίσω, «γιατί» που κρύβουν ιστορίες και δράματα, προσωπικά, οικογενειακά αλλά κυρίως εθνικά, κρύβουν διωγμούς, θάνατο, ανθρωπιά, ντροπές, εξιλέωση...».
Παρουσιάζοντας το πρώτο αυτό έργο του Μπουναρτζίδη ανάμεσα στα άλλα είχα σημειώσει:
Το έργο αναφέρεται στην ιστορία της ενιαίας Θράκης από τις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα ως τις πρώτες τραγικές δεκαετίες του 20ου αιώνα. Μέσα από το συναρπαστικό λόγο του συγγραφέα γνωρίζουμε την οδύσσεια του θρακικού – και όχι μόνο – ελληνισμού. Μπόρεσε και πάντρεψε δυο εντελώς διαφορετικά πράγματα, την ιστορία και τη λογοτεχνία. Το βιβλίο κινείται μεταξύ των δύο και έχει τα χαρίσματα και της λογοτεχνίας (φαντασία και θελκτικότητα στον τρόπο γραφής), αλλά ταυτόχρονα υπάρχει και η ιστορική διάσταση. Σε άρθρο μου παρουσίας του μυθιστορήματος αναφέρω ότι εκτός από την ιστορία γνωρίζουμε μέσα από το βιβλίο αυτό και τη λαογραφία.
Έχοντας ο συγγραφέας υπόψη του πληθώρα πηγών, όχι μόνο συναρτά τη λογοτεχνία με την ιστορία [όπως προείπαμε] αλλά και με τη λαογραφία – τα ήθη και τα έθιμα, τις παραδόσεις και την ψυχοσύνθεση ατόμων και συνόλων. Διαβάζοντάς το ξαναζωντάνεψαν μέσα μου οι ξανθιώτικες γειτονιές της δεκαετίας του ’50, όταν τα βραδάκια χριστιανές και χανούμισσες γειτόνισσες καπνίζοντας συζητούσαν και επικοινωνούσαν. Αυτό το κλίμα που και ο Μιχάλης μεταδίδει με επιτυχία με το γραπτό του.
Θεωρώ ότι για την ιστορία της ενιαίας Θράκης κατά το διάστημα 1880 – 1920 το βιβλίο τούτο είναι χρήσιμο βοήθημα για τα θρακιωτόπουλα που θέλουν να γνωρίσουν την ιστορία του τόπου τους, ‘όργανο θρακογνωσίας’, όπως σημειώνω, που μπορεί να εισαχθεί ως βοήθημα στα πλαίσια του μαθήματος της «τοπικής ιστορίας».
Η καθηγήτρια του Παντείου Σία Αναγνωστοπούλου χαρακτηρίζει το μυθιστόρημα ως «βιβλίο ποταμός». Παρατηρεί ότι «η μεγάλη ιστορία διαπλέκεται με τις ιστορίες των «μικρών ανθρώπων». Όπου η μεγάλη ιστορία πέφτει σαν κεραυνός στις ζωές των ανθρώπων. Αυτή η συγκλονιστική διαπλοκή της μεγάλης, με τις μικρές ιστορίες αφηγείται ο συγγραφέας, τη διαπλοκή του μεγάλου ιστορικού χρόνου, με τους μικρούς χρόνους των καθημερινών ανθρώπων». Καταλήγει τονίζοντας ότι «οι συνέπειες της μεγάλης ιστορίας δεν έπεσαν μόνο στα κεφάλια των Μικρασιατών αλλά και των Θρακιωτών, δεν έπεσαν μόνο στα κεφάλια των Ρωμιών αλλά και όλων των πληθυσμών».
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΟΛΙΟΥ, 2015
Πέντε χρόνια μετά το πρώτο βιβλίο του ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης εξέδωσε το μυθιστόρημα «Περιπλάνηση ενός βιολιού», που χαρακτηρίστηκε από τον Άγγελο Κουτσούκη (Ραδιοφωνικό Παραγωγό και Δημοσιογράφο) ως «ένα από τα πιο φιλόδοξα ελληνικά μυθιστορήματα» που έχει διαβάσει.
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΟΛΙΟΥ
«Ο Αλέκο εφέντης φτάνει απ’ τη Φώκαια της Μικρασίας, το 1914, στη Θεσσαλονίκη με τη γυναίκα και τα πέντε παιδιά του, ανάμεσά τους και τον έφηβο Θωμά.
Η ζωή του Θωμά θα συνδεθεί μ’ ένα βιολί που προέρχεται κι αυτό από τη Μικρασία. Οι δυο τους ανταμώνουν στα χώματα του προσφυγικού καταυλισμού στο Ζεϊτενλίκ, σ’ έναν απρογραμμάτιστο χορό που ξεσήκωσε η γκάιντα κάποιου Θρακιώτη πρόσφυγα. Το βιολί γίνεται η αφορμή για ένα ακόμη αντάμωμα: ο Θωμάς γνωρίζει την Ελβίρα, τη θυγατέρα ενός Εβραίου υφασματέμπορα, στη Σαλονίκη του Διχασμού και της μεγάλης πυρκαγιάς.
Ύστερα από μερικά χρόνια, ο Θωμάς, άντρας πια, και το βιολί συναντιούνται μ’ έναν ταγματάρχη του Κόκκινου Στρατού στις παγωμένες ερημιές της Ουκρανίας, κατά τη διάρκεια του ρωσικού εμφυλίου.
Ο άντρας και το βιολί περιπλανιούνται στην ταραγμένη Ευρώπη του Μεσοπολέμου. Ζουν παρέα στα χαμαιτυπεία του Βερολίνου, της μητρόπολης των παθών, την εποχή της ανόδου των ναζί. Τα γυρίσματα της μοίρας τούς φέρνουν στην αναρχική Βαρκελώνη του 1936, στα χρόνια του ισπανικού εμφυλίου, την ημέρα της κηδείας του Μπουαναβεντούρα Ντουρούτι. Περίπου τρία χρόνια μετά, η περιπλάνηση συνεχίζεται...».
Θα παρουσιάσουμε κάποιες απόψεις και προσεγγίσεις του βιβλίου από τον Άγγελο Κουτσούκη και τον Δήμο Χλωπτσιούδη, ενώ σε επόμενη ενότητα του άρθρου θα παραθέσουμε δύο αποσπάσματα από το μυθιστόρημα.
Ο Άγγ. Κουτσούκης για το περιεχόμενο του βιβλίου και τους ήρωές του σημειώνει: «Από την Θεσσαλονίκη του 1914 μέχρι την Βαρκελώνη του Ισπανικού εμφύλιου και το 1936 οι άνθρωποι που γεννήθηκαν στις αρχές του πιο σκοτεινού αιώνα στην ιστορία της ανθρωπότητας, έζησαν γεγονότα που άλλαξαν την μoρφή του κόσμου όπως τoν γνώριζαν μέχρι τότε. Μαζί τους και οι πρωταγωνιστές του βιβλίου […] Οι ήρωες του βιβλίου στροβιλίζονται μέσα σε όλα αυτά που συμβαίνουν και επιζούν. Χωρίς πατρίδα, χωρίς οικογένεια, χωρίς ταυτότητα παρά μόνο με την δική τους υπόσταση».
Ο Δ. Χλωπτσιούδης αντίστοιχα παρατηρεί ότι ο συγγραφέας : «ταξιδεύει τον αναγνώστη στις πιο άγριες εποχές της μεσοπολεμικής Ευρώπης, σε εποχές ανατροπών. Ο Μπουναρτζίδης αποκαλύπτει την άλλη εικόνα της ηπείρου μακράν της εικόνας της belle époque και της μποέμικης διασκέδασης. Αντίθετα, μας ταξιδεύει στην Ευρώπη των ανατροπών, των ένοπλων συγκρούσεων, επαναστάσεων κι εμφυλίων».
Θα φωτίσουμε την ιδεολογική/πολιτική ματιά του μυθιστορήματος.
Ο Κουτσούκης σχετικά δηλώνει: «Έχει διαβάσει πολύ, έχει ψάξει ακόμα περισσότερο μέχρι να φτάσει να γράψει αυτά που γράφει. Αυτό που γράφει, το κατέχει, είναι βιωμένο, είναι πέρα από την ιστορία, είναι η πολιτική θεώρησή της […] Βέβαια, ιδιαίτερη σημασία σε ένα μυθιστόρημα που επενδύει στα ιδεολογικά αδιέξοδα, τα γεγονότα που με τον ένα ή άλλο τρόπο διαμόρφωσαν τη σύγχρονη Ευρώπη και τις ενδοεπαναστατικές έριδες - στην Ισπανία και την μετεπεναστατική Ρωσία - έχει η αφηγηματική ροή που προχωρά γίνεται με κινηματογραφική ροή».
Αντίστοιχα ο Χλωπτσιούδης παρατηρεί: «Ο συγγραφέας σε αντίθεση με τους περισσότερους ομοτέχνους του προτίμησε να ασχοληθεί με τα πεδία των αιματηρών συγκρούσεων τριών ιδεολογιών που ευελπιστούσαν να αλλάξουν τον κόσμο, ή έτσι διέδιδαν: τον υπαρκτό σοσιαλισμό, την αναρχία και τον εθνικοσοσιαλισμό όταν ακόμα γεννιόταν. Δίνει μία εικόνα τόσο των συγκρούσεων των επαναστατικών δυνάμεων της εποχής όσο και της ανάδυσης των πλέον αντιδραστικών και ρατσιστικών ιδεολογιών που γέννησε ο Μεσοπόλεμος, όπως αυτές καθρεφτίζονταν στη συμμετοχή τους στον Ισπανικό Εμφύλιο».
Και οι δύο αναφέρονται στην «κινηματογραφική» ματιά του Μπουναρτζίδη: «Τα περιγραφικά του πλάνα θυμίζουν σκηνές της μεγάλης οθόνης· λεπτομέρεια φωτογραφική με κινηματογραφική προσέγγιση που όμως δεν αποσπά την προσοχή του αναγνώστη από τα σημαντικά. Ακόμα και η ίδια η περιγραφή του χώρου συνδέεται άμεσα με τη δράση ή την ψυχολογία του ήρωα» (Δ. Χλωπτσιούδης).
ΤΙ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΣΗΜΥΔΕΣ; 2019
Τέσσερα χρόνια μετά την «Περιπλάνηση του Βιολιού», το 2019 έχουμε ένα μυθιστόρημα με τίτλο ερωτηματικό: «Τι να σημαίνουν οι σημύδες;». Προτού αναφερθούμε στο τρίτο αυτό μυθιστόρημα του Μιχάλη Μπουναρτζίδη, ας πούμε δυο τρία στοιχεία για τις σημύδες και τον συμβολισμό τους.
Βρήκα στο διαδίκτυο ένα άρθρο του Stephen Reese ιστορικού που ειδικεύεται στα σύμβολα και τη μυθολογία.
Οι σημύδες «Είναι ανθεκτικά δέντρα που αντέχουν σε δυσμενείς συνθήκες και πιστεύεται ότι ήταν από τα πρώτα είδη που αναγεννήθηκαν μετά τη μεγάλη εποχή των παγετώνων. Λόγω αυτού του λόγου, η σημύδα είναι επίσης γνωστή ως Δέντρο πρωτοπόρων […] Στον πολιτισμό των ιθαγενών της Αμερικής, η σημύδα συνδέεται έντονα με την καθοδήγηση και την προστασία […] Στην κέλτικη μυθολογία, η ασημένια σημύδα θεωρείται ένα από τα πιο ιερά δέντρα, που συμβολίζει το νέο ξεκίνημα […] Σε ορισμένες χώρες, όπως η Ρωσία, για κάθε νεογέννητο παιδί φυτεύεται μια σημύδα, καθώς πιστεύεται ότι θα φέρει καλή τύχη στο παιδί σε όλη του τη ζωή […] Στον σλαβικό πολιτισμό, η σημύδα αντιπροσωπεύει τη θηλυκότητα καθώς και την ευτυχία και την ευλογία για τις γυναίκες ».
Καταλήγοντας ο Στήβεν Ρις γράφει: «Η σημύδα είναι ένα μοναδικό και όμορφο δέντρο που λέγεται ότι διαθέτει προστατευτική αλλά και θετική ενέργεια. Παραμένει ένα από τα πιο πρακτικά και ευρέως χρησιμοποιούμενα δέντρα. Σε ορισμένους πολιτισμούς, όπως αυτός των Κελτών, η σημύδα θεωρείται ιερή και ειδική».
Μετά από όλα αυτά τα στοιχεία, το ερώτημα του συγγραφέα δημιουργεί περισσότερες - θα έλεγα - απορίες.
ΤΙ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΣΗΜΥΔΕΣ;
«Τη ρώτησε μόνο για τις σημύδες που είδε στο όνειρό του. Τί να σήμαιναν;
Είχε περάσει κιόλας μια εβδομάδα από τότε που έφυγε με το τρένο ο αδελφός Ευγένιος, και οι ρυθμοί στο μοναστήρι επανήλθαν στο κανονικό. Το κανονικό είχε φθάσει να είναι μια ντουζίνα μοναχοί και «μοναχοί» που συμβίωναν αναγκαστικά με έναν Ρώσο, μια Ρωσίδα, έναν Πολωνό, όλοι τους λιποτάκτες με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, έναν άλλο Ρώσο κι έναν Ελληνογάλλο, δραπέτες από στρατόπεδα, και μια Γερμανορωσίδα χήρα που ακολουθούσε τον έναν δραπέτη. Όλο αυτό ήταν το «κανονικό» που το αναστάτωσε για λίγο η παρουσία ενός φυγάδα Ναζί. Με περίσσεια διπλωματική γλώσσα ο Αβάς Αλόις μίλησε για ισορροπία κατανόησης, όταν ο Αντρέγιεφ τη βάφτισε «ισορροπία του τρόμου».
Δεν είχε κατασταλάξει τι από τα δύο ήταν.
Θυμήθηκε κι άλλους απ’ αυτόν τον θίασο του δρόμου, τον Κροάτη Επίσκοπο, έπειτα τους Έλληνες φασίστες, τον Ναζί λαθρέμπορο, και τον Κυριάκο. Αυτό το οδοιπορικό που ξεκίνησε τέλος Γενάρη του 1945 λίγο έξω από το Άουσβιτς, θα τέλειωνε παραμονή Χριστουγέννων στη Σαλονίκη...
Ένα επικό μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί».
Το μυθιστόρημα αυτό του Μιχάλη Μπουναρτζίδη θεωρώ ότι είναι το πιο «οργανωμένο» και «πολυεπίπεδο» έργο του. Το απόλαυσα δύο φορές· τη δεύτερη για να κρατήσω κάποια σημεία που θα τα παραθέσω στην ενότητα με τα αποσπάσματα.
Στη συνέχεια θα δώσω τον λόγο στη Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη, διδάκτορα φιλολογίας, που δημοσίευσε κείμενα για το μυθιστόρημα αυτό και για το επόμενο, την «Αποδοχή Κληρονομιάς», όπως θα δούμε.
Η ερευνήτρια σημειώνει ότι ο συγγραφέας στα μυθιστορήματά του μάχεται τη λήθη με κοινό στοιχείο το ιστορικό υπόβαθρο. Στη σελίδα 69 σημειώνεται ο χρόνος της ιστορίας.
«Είναι 27 Ιανουαρίου του 1945, ημέρα που οι Σοβιετικοί μπήκαν στο Άουσβιτς. Ήδη, έχει μέσα από μια σειρά συμπτώσεις, πραγματοποιηθεί «επί σκηνής» η συνάντηση των χαρακτήρων του έργου. Ο Αλεξάντρ, ο αφηγητής, Ελληνογάλλος δραπέτης από ένα στρατόπεδο αιχμαλώτων, εν προκειμένω το Άουσβιτς, ντυμένος με μια κλεμμένη γερμανική χλαίνη επιχειρεί την άγνωστης έκβασης διαφυγή του. Στην πορεία μπαίνοντας σε ένα εγκαταλελειμμένο αγροτόσπιτο τον περιμένει μια έκπληξη: πίσω από την κάνη ενός όπλου που τον σημαδεύει, βρίσκεται μια γυναίκα. Είναι η Νάντια Χέλερ, Γερμανορωσίδα, χήρα στρατιωτικού των Ες Ες. Η αποκάλυψη των ταυτοτήτων θα γίνει σταδιακά, όταν θα υποχωρήσουν ο φόβος, η αμοιβαία καχυποψία, η ανασφάλεια. Το σπίτι βρίσκεται στη Σλοβακία, πολύ κοντά στα σύνορα της Πολωνίας […] Στη συνέχεια, μια ετερόκλητη ομάδα 6 προσώπων εισβάλλει αιφνιδίως στο αγροτόσπιτο: δυο Ρώσοι και μια Ρωσίδα, οι Μπολσεβίκοι, τρεις Ναζί, ο ένας Γάλλος, ο άλλος Καλμούκος και μια Γερμανίδα, λιποτάκτες και φυγάδες όλοι τους, κι ένας Πολωνός φυγάς».
Όλα αυτά τα πρόσωπα, λιποτάκτες και φυγάδες, έχουν ένα κοινό σκοπό: να γλιτώσουν και να γυρίσουν στην πατρίδα τους. Μετά τον πόλεμο και τα δράματα σε κάθε επίπεδο, που πολύ παραστατικά και «ψύχραιμα» θα έλεγα εικονογραφεί ο συγγραφέας, η Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη σημειώνει ότι «το οδοιπορικό τους περνάει από τη Σλοβακία, την Αυστρία, τη Βαυαρία, την Ελβετία – με τις σταδιακές «απώλειες» κατά τη διαδρομή - και φτάνει ως την Ελλάδα και πιο συγκεκριμένα, ως τη Θεσσαλονίκη».
Κλείνοντας την εύστοχη ανάλυση της Δ. Γ. Μπεχλικούδη, στέκομαι σε δύο επισημάνσεις της. Η πρώτη σχετίζεται με το ιστορικό «βλέμμα» του Μ. Μπουναρτζίδη:
«Ο συγγραφέας επιχειρεί να δει τα πράγματα απ’ όλες τις πλευρές. Συχνά, τα θύματα γίνονται θύτες και οι θύτες θύματα μέσα στον παραλογισμό που κυριαρχεί και βέβαια δεν αναφέρεται στις τερατώδεις ηγεσίες από τις οποίες εκπορεύονται τα φοβερά που συμβαίνουν, αλλά στους πολλούς, που βρίσκονται παγιδευμένοι. Η προσέγγιση των ζητημάτων αυτών συνιστά μια σοβαρή και τεκμηριωμένη πολιτική ανάλυση των γεγονότων, χωρίς η ιστορία να καταπίνει τη λογοτεχνία».
Η δεύτερη επισήμανση αναφέρεται στην «τεχνική» του συγγραφέα: «Η επιβράδυνση της αφήγησης και η συχνή εστίαση στην καθημερινότητα και στις λεπτομέρειές της υπηρετούν πιστά τον εσωτερικό ρυθμό του κειμένου: την αγωνία, τη διάψευση, τις διακυμάνσεις των συναισθημάτων».
Μερικά δικά μου σχόλια θα τα παραθέσω μαζί με αποσπάσματα σε επόμενη ενότητα.
ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ, 2023
Τέσσερα χρόνια μετά τις «Σημύδες», κυκλοφόρησε το μυθιστόρημα «Αποδοχή κληρονομιάς». Το ιδιαίτερο αυτού του έργου, όπως σημειώνει η Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη, είναι ότι ο αφηγητής εναγκαλίζεται τον ρόλο του συγγραφέα. Θα δούμε τις απόψεις της, αφού παραθέσουμε το κείμενο του οπισθόφυλλου:
ΑΠΟΔΟΧΗ ΚΛΗΡΟΝΟΜΙΑΣ
«Μια συνάντηση σ’ ένα χώρο όπου οι ζωντανοί λένε συνήθως καλή μέρα και ας μη γνωρίζονται - ίσως και να είχαν περάσει πενήντα χρόνια από τότε που είχε αντικρίσει ο ένας τον άλλο! Μια φωτογραφία στη μαρμαρόπλακα (1912-1960) - την είχα ζήσει αυτή την απώλεια, είχα ακούσει και κάποια μισόλογα τυχαία. Ήθελα να γράψω κάτι γι αυτόν που έφυγε, αλλά μόνο με σκόρπιες λέξεις σκαρώνεις μια ιστορία; Μια άσχετη κουβέντα, μισές λέξεις που κόπηκαν απότομα, που όμως έδωσαν χώρο και τροφή στη φαντασία. Πώς φτιάχνεις μια ιστορία από μισές λέξεις;
Προχώρησε η σκέψη παρακάτω, χωρίς χαλινάρι. Πώς να ταιριάσουν μεταξύ τους οι σκόρπιες λέξεις κι ας μην έχουν καμμιά σχέση η μια με την άλλη; Μισά λόγια, θολές μνήμες δικές μου που βγήκαν ξαφνικά στην επιφάνεια… ήθελα να γίνουν ένα παραμύθι. Δυο ιστορίες αληθινές, που την αλήθεια της κάθε μιας την αγνοούσα… πως να γίνουν μια;
Μια πρώτη μικρή ιστορία το 1918 στην Οδησσό, μετά το 1933 στο Παρίσι, το 1936 στη Θεσσαλονίκη, το 1937 στην Αθήνα, έπειτα το 1940, η κατοχή μέχρι το 1947, κι ανάμεσά τους, κάθε τόσο, το σήμερα, θα έλεγα… η Τρίτη ιστορία».
*
Η «Αποδοχή Κληρονομιάς», όπως σημείωσα σε πρόσφατο κείμενό μου «είναι ένα πρωτότυπο και σύγχρονο έργο». Συγκεκριμένα γράφω: «Μεγάλη και ποικίλη η ιστορική διαδρομή του συγγραφέα. Οδησσός, Παρίσι, Θεσσαλονίκη, Αθήνα. Από τα χρόνια της Ρωσικής επανάστασης ως την κατοχή, την αντίσταση, τα μετεμφυλιακά χρόνια. Πρόκειται για ένα συναρπαστικό και ενδιαφέρον ιστορικό – και όχι μόνο – έργο. Το Διαδίκτυο και η σύγχρονη τεχνολογική δυνατότητα καθιστά το μυθιστόρημα “ζωντανό”».
Η διδάκτορας Δήμητρα Γ. Μπεχλικούδη αναφέρθηκε στο μυθιστόρημα, ξεκινώντας με τη διαπίστωση που προείπαμε, και αναλύει περαιτέρω:
«Ο αφηγητής εναγκαλίζεται το ρόλο του συγγραφέα, τον οποίο και ξεδιπλώνει σταδιακά στην απόπειρά του να αφηγηθεί μια αληθινή ιστορία. Εναλλάσσοντας την πρωτοπρόσωπη αφήγηση με αφήγηση τρίτου προσώπου, καθώς η κεντρική ιστορία του βιβλίου πλαισιώνεται από τρεις ακόμη ιστορίες - και άλλες επιμέρους - που παρεισφρέουν στον κορμό του μυθιστορήματος, ο συγγραφέας οδηγεί τον αναγνώστη με εξαιρετική αφηγηματική μαεστρία, με πλούσια και ρέουσα γλώσσα, στην αποκάλυψη της αλήθειας. Μιας αλήθειας που συνδέεται με τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος, τόσο καλά κρυμμένης στην πορεία του παρελθόντος χρόνου».
Ο συγγραφέας συνδέει παρελθόν με παρόν, ιστορία και μυθοπλασία συμπλέκονται, η μεγάλη ιστορία και η προσωπική μικρή ιστορία αλληλοφωτίζονται.
Και καταλήγει η Δ. Γ. Μπεχλικούδη: «Το μέσα και το έξω...τα χρώματα και οι μυρωδιές των παιδικών χρόνων, τα όνειρα και οι διαψεύσεις τους, οι βεβαιότητες και οι ανατροπές τους, ο έρωτας και ο θάνατος, ο πόλεμος, τα βρώμικα πολιτικά παιχνίδια και τελικά η άρνηση του απόλυτου κακού ως αποτέλεσμα εμβάθυνσης και νηφάλιας αποτίμησης- μια χαραμάδα αισιοδοξίας για τον επερχόμενο κόσμο».
ΔΕΥΤΕΡΟ ΜΕΡΟΣ - ΜΙΛΑ Ο ΣΥΓΓΡΑΦΕΑΣ
Ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης συζητώντας με τη Μαίρη Γκαζιάνη αναφέρεται στο μυθιστόρημά του «Τι να σημαίνουν οι σημύδες;».
Απαντώντας στο ερώτημα «Πώς προέκυψε η έμπνευση της ιστορίας που αφηγείστε;», σημειώνει πως διάβασε το βιβλίο «Όλεθρος» του ιστορικού Κηθ Λόου (KEITH LOWE), για την περίοδο 1944 - 1949, συμπληρώνει: «Τελειώνοντας αυτό το συγκλονιστικό βιβλίο, μου γεννήθηκε η ιδέα να στήσω τον μύθο με καμβά αυτή την περίοδο. Έτσι φτιάχτηκε η ιστορία μιας ομάδας, μιας συντροφιάς ανθρώπων, - που θα μπορούσε να είναι και συμμορία-, που είναι αφύσικη κι αταίριαστη, ο αναγνώστης το αντιλαμβάνεται από τις πρώτες σελίδες, γνωρίζοντάς τους έναν, έναν. Άνθρωποι που έχουν ένα προορισμό, ο καθένας τον δικό του, και παλεύουν να διαχειριστούν τον δικό τους μικρό χρόνο που έχει μπλέξει στον μεγάλο ιστορικό χρόνο και να επιβιώσουν μέσα στο χάος που δημιούργησε η Μεγάλη Ιστορία.
Στόχος μου αρχικός ήταν να εξελιχθούν οι μικρές ιστορίες αυτών των ανθρώπων κυρίως στο διάστημα μετά τη λήξη του πολέμου, αλλά για κάποιον λόγο, ίσως για να υπάρχει μια συνέχεια, διάλεξα να ξεκινήσουν λίγους μήνες πριν. Επειδή το γράψιμο προχώρησε μάλλον αυτόνομα και χωρίς έλεγχο, κι επειδή στην πορεία προέκυψαν πολλά πράγματα που μπορεί ν’ αφήσει ένας γραφιάς σαν παρακαταθήκη, σαν καταγραφή προσωπικών σκέψεων, έφτασε το μεγαλύτερο μέρος της αφήγησης να φθάνει χρονικά στον Μάη του ’45 και από εκεί και πέρα να απομένει λιγότερος χώρος μέχρι τη λύση, τον Δεκέμβρη της ίδιας χρονιάς στη Θεσσαλονίκη. Το αποτέλεσμα πάντως δεν με ενόχλησε, αντίθετα με ικανοποίησε, άλλο ο προγραμματισμός και άλλο οι ζωές των ανθρώπων, έστω κι αν αυτές υπάρχουν μόνο στο χαρτί.
Μ.Γ.: Σε προηγούμενη συνέντευξή μας μου είχατε αναφέρει ότι η συγγραφή του βιβλίου σας «Η περιπλάνηση ενός βιολιού» είχε κρατήσει περίπου τεσσεράμισι χρόνια. Το νέο βιβλίο πόσο χρόνο σας πήρε για τη συγγραφή του;
Μ.Μ.: Κι αυτό περίπου τόσο πήρε, σχεδόν τέσσερα χρόνια. Η Προσευχή για τις καινούργιες πατρίδες, πλησίασε τα πέντε. Η έρευνα απαιτεί πολύ χρόνο.
*
Θα ολοκληρώσουμε την εργασία μας , πρώτα με δύο αποσπάσματα από την «Περιπλάνηση ενός βιολιού»
ΠΕΡΙΠΛΑΝΗΣΗ ΕΝΟΣ ΒΙΟΛΙΟΥ
1936 - 23 του Νοέμβρη, ανοιχτά της Βαρκελώνης
Το αγκομαχητό των μηχανών έφτανε υπόκωφο στ’ αυτιά του, πνιγμένο στα σωθικά του βαποριού, αλλά το μονότονο τράνταγμα από τα βαριά σιδερικά που βολόδερναν εκεί κάτω ασταμάτητα, μέσα σε λάδια και γράσα και καπνούς, το ’νιωθε στο κορμί του, να τον βασανίζει μέχρι το μεδούλι· τους μαθημένους σ’ αυτή την καραβίσια ζωή μπορεί να μην τους πείραζε, ίσως να τους νανούριζε κιόλας όταν έπεφταν για ύπνο μετά τη βάρδια, αλλά αυτός δεν ήταν έτσι· δεν ήταν καραβίσιος, δεν ξετρελαινόταν με τη θάλασσα· όχι πως τη φοβόταν πολύ, αλλά, να, από μικρός που θυμόταν, έρχονταν στιγμές που δεν ένιωθε καλά μαζί της, προτιμούσε να ρουφάει την ομορφιά, τη γαλήνη ή την αγριάδα της αγναντεύοντάς την από τη σιγουριά της στεριάς. Ήταν όμως και κάτι άλλο αυτή την ώρα που τον ενοχλούσε και τον ανακάτευε, πιο πολύ και από το μαρτύριο των μηχανών. Η θάλασσα, μαύρη και γυαλιστερή σαν κατράμι, όσο μπορούσε να τη διακρίνει από το αντιφέγγισμα των λιγοστών φώτων του βαποριού, έδειχνε να έχει ησυχάσει πέφτοντας η νύχτα, μετά το πανηγύρι που έκανε αργά το απόγευμα εκείνος ο τρελαμένος νοτιάς· τώρα έμοιαζε πια για μπουνάτσα, αλλά εκείνος ένιωθε τα σωθικά του να ανακατεύονται, το στομάχι του να ανεβαίνει μέχρι πάνω στο λαρύγγι του, τα πόδια του να μην πατάνε στα σίγουρα όσες φορές πή γαινε να σηκωθεί απ’ την κουλούρα με τα παλαμάρια, όπου είχε κουρνιάσει, για να ξεμουδιάσει. Δεν το καταλάβαινε πώς γινόταν...
1914 - Aρχές του Ιούνη, Θεσσαλονίκη – Βροχούλα... ευλογημένη..., μουρμούρισε η μάνα του. – Δεν κοιμάσαι, μάνα; Ψιθύρισε ο Θωμάς. – Με ξύπνησαν οι σταλαγματιές. Ευλογία είναι το βρόχινο νερό μέσα σ’ αυτή την αλμύρα... Κι εσύ; Ούτε εσύ κοιμάσαι; – Δεν μπορώ, μάνα. Δεν πρέπει να έχω κλείσει μάτι όλη τη νύχτα. – Ήμαρτον, Κύριε! Γιατί, παιδάκι μου, τι σε βασανίζει; Κοίταξε κατά τη μεριά της σαν ξαφνιασμένος, προσπάθησε να διακρίνει το πρόσωπό της, να δει εκείνο το γλυκό, καλοσυνάτο, αγαπημένο πρόσωπο· μέσα στο σκοτάδι, μόνο να μαντέψει μπόρεσε το αγαθό, άδολο βλέμμα που τον συντρόφευε από την ώρα που άνοιξε τα μάτια κι ένιωσε τον κόσμο γύρω του. – Θες και τα λες, μπρε μάνα; Άκου τι με βασανίζει... Δηλαδή όλα καλά είναι; – Σσσς, μη φωνάζεις, θα τους ξυπνήσεις όλους! – Θα ξυπνήσουν έτσι κι αλλιώς, η βροχή δυναμώνει.
Κλείνοντας θα παραθέσω πέντε αποσπάσματα από το αγαπημένο μου έργο του Μιχάλη Μπουναρτζίδη «Τι να σημαίνουν οι σημύδες;», μαζί με κάποια σχόλιά μου.
ΤΙ ΝΑ ΣΗΜΑΙΝΟΥΝ ΟΙ ΣΗΜΥΔΕΣ;
Θα επιχειρήσω μέσα από μικρά αποσπάσματα να φωτίσω διάφορες πλευρές του έργου.
Πρώτα πρώτα η βαθιά γνώση της Φύσης και η στενή σχέση της με τον άνθρωπο:
«Το φεγγάρι φώτισε λίγο παραπάνω μέσα από κάτι ξέφτια απ’ τα σύννεφα. Τους είδαν, πρέπει να ήταν πέντε ή έξι ακόμη που ξέσχιζαν τα κουφάρια των συντρόφων τους. Ο Αλεξάντρ ξάπλωσε κάτω άλλον έναν, οι άλλοι αλύχτησαν, τραβήχτηκαν για λίγο και μετά συνέχισαν.
Καλά τα πας, καπιτάν Φερλέν.
Εκείνος έβαλε άλλον γεμιστήρα και σημάδεψε ξανά πριν χαθεί το φως του φεγγαριού. Ένας λύκος λιγότερος, πρόλαβε να μετρήσει τέσσερις ακόμη πριν σκοτεινιάσει παραπάνω» (σελ. 134).
Η διαθεματικότητα και διακειμενικότητα, όχι μόνο με ιστορικά αλλά και λογοτεχνικά κείμενα, όπως η Αντιγόνη, ο Πολυνείκης και ο Κρέοντας:
« - Περίπου. Κανείς να μην τον θάψει και να μην τον κλάψει, αλλά να τον αφήσουν άκλαυτο και άταφο, εύρημα για τα όρνια που λαίμαργα ψάχνουν για την τροφή τους, κάπως έτσι είναι. Πρόκειται για τον Πολυνείκη, τον αδελφό της Αντιγόνης, που ο θείος τους ο Κρέων, ο άρχοντας της Θήβας, διέταξε να μείνει άταφος, επειδή θεωρήθηκε προδότης της πόλης του.
Η Νάντια έμεινε λίγο σκεπτική.
Ο Κρέων ποιος είναι; Ο Αντρέγιεφ ή ο Πιότρ;
Διάλεξε όποιον θέλεις. Έλα, προχώρα, δεν είναι ώρα για αναλύσεις» (σελ. 125).
Η εμπειρία από το προσκύνημά μου στο Άουσβιτς και Μπίρκεναου ζωντάνεψαν σε πολλές σελίδες - κλασικές θα έλεγα - του μυθιστορήματος:
«Πριν να γνωρίσω το Άουσβιτς, είχα συγκεχυμένη άποψη για το απόλυτο κακό, ή δεν είχα καθόλου. Τα γεγονότα όμως, αυτά που έζησα εκεί, δεν μπορεί να τα φανταστεί κανείς που δεν τα έζησε, όσο αρρωστημένη φαντασία κι αν διαθέτει, γι’ αυτό και δεν θα προσπαθήσω να σας περιγράψω οτιδήποτε, έστω και σαν παράδειγμα, γιατί η αλήθεια είναι πολύ πιο τραγική, πιο τρομακτική από οποιαδήποτε περιγραφή και αφήγηση» (σελ. 371).
Ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης στις Ευχαριστίες που απευθύνει, σελ. 673 - 674, ευχαριστεί τον φίλο και συμμαθητή του Θανάση Πανταζή που του εμπιστεύθηκε το Αρχείο του πατέρα του Κυριάκου. Στο μυθιστόρημα ο συγγραφέας μπολιάζει τον Κυριάκο και τη Θράκη. Ένα δείγμα:
«Ο Κυριάκος είχε γεννηθεί στις αρχές του αιώνα, σ’ έναν τόπο στις βόρειες ακτές του Αιγαίου, “Θράκη το λένε το ξέρεις; ” τον ρώτησε. Τότε ήταν Τουρκιά σ’ εκείνα τα μέρη […] Ήταν παιδί ακόμη όταν ο τόπος του έγινε Βουλγαρία, ήταν το ’13, λίγο πριν τον Μεγάλο Πόλεμο» (στη συνέχεια αναφέρεται στην ιστορία του Κυριάκου ως τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, σελ. 463 -464).
Όταν διαβάζω ένα βιβλίο αναζητώ την προέλευση του τίτλου, Ιδού:
«Τον ξύπνησε ο θόρυβος της βροχής στη λαμαρίνα της Μερτσέντες, έξω μόλις που χάραζε. Το όνειρο ήταν ακόμη ολοζώντανο και ξετυλίχτηκε κάπως ανάποδα […] Είχε πια συνηθίσει, δεν ταράχτηκε, μόνο ένιωθε αγωνία, απόγνωση κι απογοήτευση που έβλεπε τι θα γίνει παραπέρα, η Νατάλια είχε δίκιο που έλεγε πως το όνειρό του προφήτευε και τα μελλούμενα μέσα απ’ τα χτεσινά φαντάσματα. Τη ρώτησε μόνο για τις σημύδες, τι να σήμαιναν, ίσως να γίνει πάρκο να σβήσουν οι μνήμες, να περιδιαβάζουν οι άνθρωποι, να χαίρονται τη Φύση που κάρπισε πάνω στα ανθρώπινα απομεινάρια σαν συνήγορος της λήθης, ποιος ξέρει» (σελ. 490 - 491).
Κλείνοντας, πέρα από τα ιστορικά πλαίσια, βρίσκω τον άνθρωπο τον καθημερινό και αιώνιο - αυτόν που εικονογραφεί και ψυχογραφεί ο Μιχάλης Μπουναρτζίδης στο έργο του:
«Η δίψα του κορμιού είναι πιο μεγάλη απ’ της ψυχής; Ίσως πιο εύκολα να ξεδιψάει ένα κορμί, αυτό θα είναι, η ψυχή έχει κρυψώνες και λαγούμια, κρύβεται, αντέχει στη δίψα» (σελ. 235).
ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ
ΞΑΝΘΗ, ΟΚΤΩΒΡΙΟΣ 2023
Επιμέλεια: Σοφία Δαληκριάδου