Θανάσης Μουσόπουλος: ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΟΝ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗ ΒΑΛΑΩΡΙΤΗ

Σαν σήμερα στις 24 Ιουλίου 1879 έφυγε από τη ζωή το Αριστοτέλης Βαλαωρίτης - Φέτος είναι τα 200 χρόνια από τη γέννησή του -

[Ένα κείμενό μου δημοσιευμένο στον Δρόμο της Αριστεράς]

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824 - 1879) ήταν επικός ποιητής του αρματολισμού - ένας από τους πιο διακεκριμένους Επτανήσιους ποιητές του 19ου αιώνα και πολιτικός. Γεννήθηκε στη Λευκάδα

Ο Αριστοτέλης Βαλαωρίτης (1824 - 1879) «είναι βέβαια εφτανησιώτης, αλλά οι προσανατολισμοί του τον φέρνουν περισσότερο προς το δημοτικό τραγούδι και τον γαλλικό ρομαντισμό παρά προς τον Σολωμό και τα ιδανικά της Σχολής του. Οι σύγχρονοί του ετίμησαν υπερβολικά τον Βαλαωρίτη και την αρματολική στιβαρή του ποίηση», όπως σημειώνει ο Λίνος Πολίτης.

Θα παραθέσουμε αποσπάσματα από τέσσερα γνωστά έργα του Βαλαωρίτη.

1. Ὁ Δῆμος καὶ τὸ καρυοφύλλι του

Ἐγέρασα, μωρὲς παιδιά. Πενήντα χρόνους κλέφτης

τὸν ὕπνο δὲν ἐχόρτασα, καὶ τώρ᾿ ἀποσταμένος

θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Ἐστέρεψ᾿ ἡ καρδιά μου.

Βρύση τὸ αἷμα τὄχυσα σταλαματιὰ δὲ μένει.

Θέλω νὰ πάω νὰ κοιμηθῶ. Κόψτε κλαρὶ ἀπ᾿ τὸ λόγγο

νά ῾ναι χλωρὸ καὶ δροσερό, νἆναι ἀνθοὺς γεμάτο,

καὶ στρῶστε τὸ κρεβάτι μου καὶ βάλτε με νὰ πέσω.

 

2. Τὸ σχοινὶ τοῦ Πατριάρχη

Πῶς μᾶς θωρεῖς ἀκίνητος;... ποῦ τρέχει ὁ λογισμός σου,

τὰ φτερωτά σου τὰ ὄνειρα;... Γιατί στὸ μέτωπό σου

νὰ μὴ φυτρώνουν, γέροντα, τόσες χρυσὲς ἀχτίδες,

ὅσαις μᾶς δίδ᾿ ἡ ὄψη σου παρηγοριαὶς κ᾿ ἐλπίδαις;...

Γιατί στὰ οὐράνια χείλη σου νὰ μὴ γλυκοχαράζῃ,

πατέρα, ἕνα χαμόγελο;... Γιατί νὰ μὴ σπαράζῃ

μέσα στὰ στήθη σου ἡ καρδιά, καὶ πῶς στὸ βλέφαρό σου

οὔτ᾿ ἕνα δάκρυ ἐπρόβαλε, οὔτ᾿ ἔλαμψε τὸ φῶς σου;...

 

3. Ο βράχος καὶ τὸ κύμα

[Βράχος εἶναι ὁ κατακτητὴς καὶ κῦμα ὁ Ἑλληνισμός]

«Μέριασε βράχε νὰ διαβῶ!» τὸ κύμα ἀνδρειωμένο

λέγει στὴν πέτρα τοῦ γυαλοῦ θολό, μελανιασμένο.

Μέριασε, μὲς στὰ στήθη μου, ποὖσαν νεκρὰ καὶ κρύα,

μαῦρος βοριὰς ἐφώλιασε καὶ μαύρη τρικυμία.

Ἀφροὺς δὲν ἔχω γι᾿ ἄρματα, κούφια βοὴ γι᾿ ἀντάρα,

ἔχω ποτάμι αἵματα, μὲ θέριεψε ἡ κατάρα

τοῦ κόσμου, ποὺ βαρέθηκε, τοῦ κόσμου, πού ῾πε τώρα,

βράχε, θὰ πέσης, ἔφτασεν ἡ φοβερή σου ἡ ὥρα!

 

4. Φωτεινός

- Πάρ᾿ ἕνα σβῶλο, Μῆτρο,

καὶ διῶξ᾿ ἐκεῖνα τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο.

Ὁ χερουλάτης ἔφαγε τ᾿ ἄχαρα δάχτυλά μου

καὶ στὴν ἀλετροπόδα μου ἐλυῶσαν τὰ ἥπατά μου.

Δυὸ μῆνες ἔρρεψα ἐδεδῶ, ἐσάπισα στὴ νώπη

μ᾿ ἀρρώστια, μὲ γεράματα! Βάσανα, νήστεια, κόποι

γι᾿ αὐτὸ τὸ ἔρμο τὸ ψωμί! Καὶ τώρα ποὺ προβαίνει

σγουρό, χολάτο ἀπὸ τὴ γῆ, ποὺ πρὶν τὸ φᾶν χορταίνει

τὰ λιμασμένα μου παιδιά, νὰ τὸ πατοῦν ἐμπρός μου

μὲ τόση ἀπίστευτη ἀπονιὰ οἱ δυνατοὶ τοῦ κόσμου!...

Ἐξέχασες καὶ δὲ μ᾿ ἀκοῦς;... ἐσένα κράζω, Μῆτρο,

διῶξε, σοῦ λέγω, τὰ σκυλιά, ποὺ μοῦ χαλοῦν τὸ φύτρο...

 

- Εἶναι τοῦ Ρήγα, δὲν κοτῶ... Γιὰ κύτταξ᾿ ἐκεῖ πέρα

νὰ ἰδῇς· τί θρῶς ποὺ γίνεται, τί χλαλοή, πατέρα!

- Τί Ρήγας, τί Ρηγόπουλα! εἶν᾿ ὁ καινούριος κύρης,

ποὺ πλάκωσε μὲ ξένο βιὸ νὰ γένῃ νοικοκύρης.

Παληόφραγκοι, ποὺ πέφτουνε σὰν ὄρνια στὰ ψοφίμια,

ἐκεῖνοι πάντα κυνηγοὶ καὶ πάντα ἐμεῖς ἀγρίμια.

Καὶ σὺ τοὺς τρέμεις, βούβαλε! Παιδὶ μὲς στὴ φωτιά σου,

ποὺ τρίβεις στουρναρόπετρα μ᾿ αὐτὰ τὰ δάχτυλά σου,

πὤχεις τετράδιπλα νεφρὰ καὶ ριζιμιὸ στὰ στήθια,

τοὺς βλέπεις καὶ σὲ σκιάζουνε! Ὁ δοῦλος, εἶν᾿ ἀλήθεια,

λίπο ποτάζει μοναχά, ψυχὴ κ᾿ αἷμα δὲν ἔχει.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επιμέλεια: Δέσποινα Κουγιουμτζόγλου

Κοινωνικά
Τοπικά