Τα εκατοστά πέμπτα Ελευθέρια, του Ιάσμου

Δύο ημέρες μετά την Ξάνθη,  στις 6 Οκτωβρίου 1919,  η 9η Ελληνική Μεραρχία υπό τις διαταγές του Στρατηγού Λεοναρδόπουλου, κατέλαβε ολόκληρη την περιοχή μεταξύ Νέστου και Κομψάτου και το 25ο Σύνταγμα εγκαταστάθηκε στον Ίασμο.

Στις εκδηλώσεις την Κυβέρνηση εκπροσώπησε   ο Υφυπουργός Εσωτερικών αρμόδιος για θέματα Μακεδονίας-Θράκης Κώστας Γκιουλέκας και παρακολούθησαν  ο περιφερειάρχης Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης Χριστόδουλος Τοψίδης, ο μητροπολίτης Κομοτηνής Παντελεήμων, ο Μητροπολίτης Ξάνθης Παντελεήμων, ο τοποτηρητής της Μουφτείας Κομοτηνής Τζιχάτ Χαλήλ, ο διοικητής του Δ’ Σώματος Στρατού αντιστράτηγος Σταύρος Παπασταθόπουλος, ο πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας Μιχάλης Πικραμένος, οι βουλευτές Ιλχάν Αχμέτ Φερχάτ Οζγκιούρ, εκπρόσωπος του Βουλευτή Ροδόπης Ευριπίδη Στυλιανίδη.

Ο Κωνσταντίνος Γκιουλέκας σε δηλώσεις του, σημείωσε:

 «Αυτό που είναι σημαντικό και δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι ότι ανάμεσα σε εστίες αναταραχής όπως συμβαίνει στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή, η Ελλάδα είναι μια νησίδα ασφάλειας ειρήνης και σταθερότητας.

 Αυτό που για εμάς αποτελεί προτεραιότητα είναι να αυξάνουμε συνεχώς την ισχύ της Ελλάδας μέσα από συμφωνίες και συμμαχίες, μέσα από την αναβάθμιση των ενόπλων δυνάμεων για να μπορούμε να εξασφαλίζουμε την ειρήνη στον Ελληνική Λαό και τις συνθήκες για την ανάπτυξη και την πρόοδο σε ολόκληρη την χώρα».

Το πρωί της Κυριακής 6 Οκτωβρίου 2024, εκκίνησαν οι εκδηλώσεις για τα εκατοστά πέμπτα Ελευθέρια του Ιάσμου

Στον ιερό Ναό Αγίου Νικολάου Ιάσμου τελέσθηκε Αρχιερατικό Συλλείτουργο, στο οποίο προεξήρχε ὁ  Θεοφιλέστατος Επίσκοπος Αμφιπόλεως κ. Χριστόφορος,  συλλειτουρ­γούντων του Σεβασμιότατου  Μητροπολίτη  Ξάνθης και Περιθεωρίου κ. Παντελεήμονα, του Σεβασμιότατου  Μητροπολίτη Μαντινείας και Κυνουρίας κ. Επιφάνιου καί  του Σεβασμιότατου Μητροπολίτη  Μαρώνειας και Κομοτηνής κ. Παντελεήμονα.

Αμέσως μετά    τελέσθηκε η  Επίσημη Δοξολογία για την απελευθέρωση  του  Ιάσμου.

 Τον  Πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε  ο Αναπληρωτής  Καθηγητής του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκριτείου Πανεπιστημίου Θράκης, κ. Ιωάννης Μπακιρτζής.

ΛΟΓΟΣ ΠΑΝΗΓΥΡΙΚΟΣ ΣΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΙΑΣΜΟΥ ΡΟΔΟΠΗΣ - ΙΩΑΝΝΗΣ ΜΠΑΚΙΡΤΖΗΣ ΑΝΑΠΛΗΡΩΤΗΣ  ΚΑΘΗΓΗΤΗΣ ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ ΚΑΙ ΕΘΝΟΛΟΓΙΑΣ ΤΟΥ ΔΗΜΟΚΡΙΤΕΙΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΘΡΑΚΗΣ

"Η ιστορία του Ιάσμου, φαίνεται πως ξεκινάει, όταν η τοποθεσία εποικίστηκε μάλλον από κατοίκους του πλησίον υστεροβυζαντινού οχυρού πολίσματος του Περιθεωρίου, έδρα Επισκόπου, στον μυχό της Βιστωνίδας σταθμού επί της ρωμαιοβυζαντινής στρατιωτικής οδού Εγνατία που μετονομάσθηκε από τους Οθωμανούς σε ‘αριστερό βραχίονα’ και συνέδεε την Κωνσταντινούπολη με την Θεσσαλονίκη. Το Περιθεώριο ήταν παλαιότερα λιμάνι που, μετά μακρά περίοδο παρακμής στην όψιμη βυζαντινή και πρώιμη οθωμανική περίοδο, τελικώς εγκαταλείφθηκε.

Εντέλει, μέρος των κατοίκων του Περιθεωρίου μετακινήθηκαν στην προσφορότερη θέση του Ιάσμου, στο άνοιγμα του φαραγγιού του χείμαρρου Κομψάτου καθώς αυτός εξέρχεται των αντερεισμάτων της Ροδόπης και καταλήγει νότια στην πεδιάδα. Πρώτη φορά αναφέρεται ο Ίασμος από τον περιηγητή Εβλιγιά Τσελεμπή το 17ο αιώνα, στο απόσπασμα που αποδίδει στην ελληνική ο Ιωάννης Σπαθάρης, παραδίδοντας τα εξής: […] Εντεύθεν εκκινήσαντες διήλθομεν τα χωρία, Μπάμπαλη (μάλλον εννοεί την σημερινή Διαλαμπή) καί Γιασή-Κόϊ (Ίασμος), τα οποία, ακμαία και κατάφυτα μέ αμπέλους καί κήπους […]. Όλα τα χωρία ταύτα αποτελούν χωρία της υποδιοικήσεως της Κουμιουλδζίνας (Κομοτηνής), εις τα οποία τα σπαρτά των πεδιάδων παράγουν άφθονα προϊόντα. Προχωρήσαντες εντεύθεν προς νότον εφθάσαμεν εις το φρούριον Μπουρού (ενν. Πόρτο Λάγος) […].

Στους κατοπινούς αιώνες, από την μεσοοθωμανική μέχρι την όψιμη οθωμανική περίοδο μαρτυρείται ότι ο Ίασμος εξελίχθηκε σε μεγάλο αγροτοεμπορικό κέντρο της περιοχής. Οι κάτοικοί του ασχολούνταν με την γεωργία, καλλιεργώντας κρεμμύδιαμετάξικαπνό και αμπέλια. Η άνθηση του ημιαστικού κέντρου οδήγησε, παραλλήλως, και σε οικιστική ανάπτυξη.

Εξαιρετικά ιδιαίτερη σημασία πρέπει να αποδώσουμε και στην συγκοινωνιακή θέση του Ιάσμου τόσο στο οδικό όσο και στο σιδηροδρομικό δίκτυο των βαλκανικών επαρχιών της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, περί τα τέλη του 19ου αιώνα και τις αρχές του 20ού. Νοείται οίκοθεν ότι η προαγωγή ενός ημιαστικού κέντρου σε συγκοινωνιακό κόμβο συνεπαγόταν την αυτοδιοικητική, δημογραφική, οικονομικοκοινωνική και πολιτισμική του αναβάθμιση και αυτές ακριβώς οι προϋποθέσεις συνετέλεσαν τα μέγιστα στην καθόλου ανάπτυξη.

Συγκεκριμένα,  άκρως προωθητική στην ανάπτυξη του Ιάσμου ήταν η ένταξή του στο σιδηροδρομικό δίκτυο των Βαλκανίων. Το 1896 η Société du Chemin de Fer Ottoman Jonction Salonique–Constantinople, όπως ήταν η πλήρης επωνυμία της παραχωρησιούχου εταιρείας, ολοκλήρωσε την κατασκευή της σύνδεσης και από τον Ίασμο διέρχονταν πλέον άνθρωποι, αγαθά και ιδέες, ώστε να εξέλθει της απομόνωσης και να μετέχει στην ώσμωση της Θράκης με την Κωνσταντινούπολη, την Θεσσαλονίκη, συνολικά δε τα Βαλκάνια και την Ευρώπη. 

                Προχωρώντας στην ακολουθία των γεγονότων των αρχών του 20ού αιώνα που οδήγησαν στην ενσωμάτωση της Θράκης, συνεπώς και του Ιάσμου, στο εθνικό κορμό, ξεκινούμε με την αναφορά στον δεύτερο Βαλκανικό πόλεμο του 1913, μεταξύ των συμμάχων Ελλάδας και Σερβίας, με την συμμετοχή της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και της Ρουμανίας εναντίον της Βουλγαρίας, που έληξε με την συντριπτική βουλγαρική ήττα και την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου με τον όρο της παραχώρησης της δυτικής Θράκης στην Βουλγαρία.

Η συνολικώς 6ετής διάρκεια της βουλγαρικής κυριαρχίας ήταν τα πέτρινα χρόνια τόσο για την ελληνορθόδοξη όσο και την μουσουλμανική κοινότητα της επαρχίας, καθώς ο βιαιότατος και συστηματικός εκβουλγαρισμός οδήγησαν σε προσφυγοποίηση μέγα μέρος αυτών των πληθυσμών, ενώ οι εναπομείναντες κυριολεκτικά υπέφεραν τα πάνδεινα. Συνοπτικά αναφέρουμε πως, μέχρι τους πρώτους μήνες του 1920, οι εν λόγω ελληνορθόδοξοι πρόσφυγες που κατέφυγαν στη Μακεδονία και είχαν επιστρέψει στην δυτική Θράκη, είχαν ανέλθει συνολικά στον αριθμό των 22.598, σύμφωνα με τα στοιχεία του Ελληνικού Υπουργείου Περιθάλψεως. Ειδικότερα, παλιννόστησαν  στον Ίασμο 688 κάτοικοί του. Οι ημιαστικές κοινότητες του Ιάσμου, της Κορνοφωλιάς και της Δαδιάς είχαν την μεγαλύτερη διαρροή αγροτικού πληθυσμού στο διάστημα της βουλγαρικής κυριαρχίας.

Η συμμετοχή, ωστόσο, της Βουλγαρίας στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο στο πλευρό των Κεντρικών Αυτοκρατοριών υπό την Γερμανία, την έφερε, τελικά, στο στρατόπεδο των ηττημένων και, με την Συνθήκη του Neuilly, του 1919, η δυτική Θράκη αποσπάστηκε από την βουλγαρική κυριαρχία και τέθηκε υπό Διασυμμαχική Κατοχή, κατ’ ουσίαν γαλλική και το καθεστώς τούτο αποτελούσε ενδιάμεσο status, μέχρι την οριστική επιδίκαση της επαρχίας.

Σε οργανωτικό επίπεδο, για την διευκόλυνση της κατανομής των πολιτικών, στρατιωτικών και διοικητικών αρμοδιοτήτων η γαλλική διοίκηση διαίρεσε την δυτική Θράκη σε δύο κύκλους και μία περιφέρεια. Η περιφέρεια που μας αφορά άμεσα, ήταν αυτή της Ξάνθης, μέχρι το ύψωμα 1.900, δηλαδή ακριβώς το σημείο, όπου συμπίπτουν τα ελληνοβουλγαρικά σύνορα με τα σημερινά διοικητικά όρια των νομών Ξάνθης και Ροδόπης, μέχρι τον χείμαρρο Aksu με την σημερινή ονομασία Ασπροπόταμος ή Τραύος, στο ύψος του οικισμού του Πολυάνθου, που εκβάλλει στην ανατολική όχθη της Βιστωνίδας.

Ιστορώντας, τώρα, τα στρατιωτικά γεγονότα, η γαλλική διοίκηση της Στρατιάς της της Ανατολής από την Θεσσαλονίκη, έδωσε, στις αρχές Οκτωβρίου 1919, την εντολή για την ελληνική στρατιωτική προώθηση στην Ξάνθη, μέσω του αρχιστρατήγου Λεωνίδα Παρασκευόπουλου. Ο σχηματισμός της 9ης μεραρχίας υπό την διοίκηση του Υποστρατήγου Γεωργίου Λεοναρδόπουλου που ανέλαβε την αποστολή, είχε στην σύνθεσή του το 25ο Σύνταγμα Πεζικού, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Δημήτριο Μεσσήνη, το 26ο Σύνταγμα πεζικού, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Μιλτιάδη Καϊμπαλή και το 3/40 Σύνταγμα Ευζώνων με διοικητή τον Συνταγματάρχη Κωνσταντίνο Πέτσα. Η πλειονότητα των ανδρών του σχηματισμού της 9ης Μεραρχίας ήταν ηπειρώτικης καταγωγής. Η Μεραρχία ήταν καταυλισμένη στο Παρανέστι της Δράμας.

Ήδη, από τις 26 Σεπτεμβρίου, ο επικεφαλής των Συμμαχικών Δυνάμεων στην Βουλγαρία ειδοποίησε την βουλγαρική κυβέρνηση να εκκενώσει την δυτική Θράκη και στις 28 του ίδιου μήνα ο Γάλλος Στρατηγός Charles Antoine Charpy εγκαταστάθηκε ως ύπατος Αρμοστής στην Κομοτηνή. Η εκκένωση, που άρχισε στις 3 Οκτωβρίου, τελείωσε για μεν την περιφέρεια Ξάνθης την επομένη, για δε αυτήν της Κομοτηνής στις 6 Οκτωβρίου. Από την Ξάνθη, το 25ο Σύνταγμα μεταστάθμευσε στον Ίασμο ανατολικά της πόλης, επί της σιδηροδρομικής γραμμής, σηματοδοτώντας την απελευθέρωση της κωμόπολης και, μετά μερικές ημέρες, επέστρεψε στην Ξάνθη, μέχρι τον Μάιο του 1920, αφού πρώτα εγκατέστησε προφυλακές.

Από πολιτικής απόψεως, η τελική απόφαση για την παραχώρηση της δυτικής Θράκης στην Ελλάδα λήφθηκε στην Διάσκεψη του Σαν Ρέμο, που στην πραγματικότητα ήταν προέκταση των συζητήσεων του Ανωτάτου Συμβουλίου της Ειρήνης, δηλαδή των διαπραγματεύσεων των ηγετών των νικητών συμμάχων της Entente. Η Βρετανία και η Γαλλία συμφώνησαν να αποδώσουν την δυτική Θράκη στην Ελλάδα, αποσπώντας την από την Βουλγαρία, όπως και να απορρίψουν την ιδέα του γαλλικού προτεκτοράτου. Η τελική επιδίκαση της δυτικής Θράκης στην Ελλάδα, στην συγκεκριμένη συγκυρία, προσομοιάζει με έναν πεσσό σε ένα ντόμινο που συσχετιζόταν με τον αγγλογαλλικό ανταγωνισμό σε όλο το εύρος των ρυθμίσεων στην Ανατολή.

 Ως αποτέλεσμα όλων αυτών των περίπλοκων πολιτικών εξελίξεων, η ενσωμάτωση της Θράκης στην ελληνική επικράτεια προσέφερε εξαιρετικά γεωστρατηγικά και γεωπολιτικά πλεονεκτήματα στην πατρίδα μας. Στον οικονομικό τομέα, η ένταξη τόσο των δυναμικών εμπορικών κέντρων: της Ξάνθης, της Κομοτηνής, της Αλεξανδρούπολης, του Ιάσμου, των Σαππών, των Φερών, του Σουφλίου και του Διδυμοτείχου, όσο και των εύφορων πεδιάδων και των ορεινών τμημάτων της Ροδόπης με την υψηλή δασοκάλυψη συν τους υδάτινους πόρους, με μεγάλες παραγωγικές δυνατότητες, ήταν γεγονός με αδιαμφισβήτητες θετικές συνέπειες. Η προστεθείσα μακρά ακτογραμμή που επεξέτεινε την ήδη υπάρχουσα, ανατολικότερα από το Δέλτα του Νέστου, καθιστούσε ελληνική κατά τα τρία τέταρτα την ηπειρωτική αιγαιακή ακτή.

Σήμερα, σε πείσμα των δίσεκτων καιρών η ελληνική Θράκη διατηρεί σε πολύ μεγάλο βαθμό την πολυπρόσωπη εικόνα της και την πολυδιάστατη κουλτούρα της και εξακολουθεί να είναι η γη, όπου κατοικούν οι άνθρωποι που αποκρυστάλλωσαν μια τεράστια κληρονομία. Επιπλέον, δεν θα πρέπει να λησμονούμε και τον άφθονο πνευματικό πλούτο και την πολιτισμική προσφορά που επιδαψίλευσαν και οι προσφυγικοί πληθυσμοί, οι Μικρασιάτες, οι Ανατολικοθρακιώτες και οι Πόντιοι, μετά το 1922, όταν συνεισέφεραν στην δημογραφική ανάκαμψη και την εν γένει ανάπτυξη των πόλεων, των κωμοπόλεων και των οικισμών της υπαίθρου με το υψηλότατο πνευματικό τους επίπεδο, την εργατικότητα και την εισαγωγή νέων καλλιεργητικών τεχνικών και μεθόδων παραγωγής.

Στην διάσωση όλων αυτών των πολιτισμικών επιτευγμάτων και στην προτεραιότητα της ανάδειξης και της οργανικής σύνδεσής τους με την σημερινή πραγματικότητα οφείλουμε να στοχεύουμε άπαντες, ως συμβολή στην συλλογική και εργώδη προσπάθεια της διαχείρισης αυτής της κληρονομίας με την αμύθητη αξία, ζητούμενο στους παρόντες μεταβατικούς χρόνους. Η ελπίδα να περισωθεί η ιδιοπροσωπία του Ιάσμου όπως και των πλεονεκτημάτων που τον ανέδειξαν σε ένα εκ των σημαντικών κέντρων πολιτισμού, είναι το αληθινό κίνητρο που οφείλουμε να έχουμε προ οφθαλ­μών σε κάθε μας προσπάθεια παρούσα και μέλλουσα".


Στο Ηρώο του Ιάσμου τελέσθηκε Επιμνημόσυνη Δέηση και πραγματοποιήθηκε η κατάθεση Στεφάνων, ενώ  ακολούθησε η μαθητική και στρατιωτική παρέλαση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου

Κοινωνικά
Πολιτιστικά
Τοπικά