Επιμέλεια: Δέσποινα Κουγιουμτζόγλου
Ο Κώστας Βάρναλης προσεγγίζει τον Αισχύλο και τα έργα του
Ο Κώστας Βάρναλης, εκτός από το καθαρά λογοτεχνικό έργο του - ποιητικό και πεζογραφικό - έχει παρουσιάσει δοκίμια αισθητικά και κριτικά, που τον κατατάσσουν στους σημαντικούς θεωρητικούς του εικοστού αιώνα.
Ασχολήθηκε με την τέχνη, και ιδιαίτερα με τη λογοτεχνία, ελληνική και ξένη, γράφοντας δοκίμια και άρθρα σχετικά. Μερικά περιλαμβάνονται στους δύο τόμους του έργου «Αισθητικά - Κριτικά», εκδ. Κέδρος, 1958. Τα τελευταία χρόνια ο Ν. Σαραντάκος ταξινομεί και εκδίδει κατά θέματα τα 3.500 αδημοσίευτα χρονογραφήματα του Βάρναλη, πολλά από τα οποία αναφέρονται στην Αισθητική και στην Τέχνη (βλ.τον τόμο «Φιλολογικά», του 2023, με 400 χρονογραφήματα, δημοσιευμένα σε αθηναϊκές εφημερίδες κατά την περίοδο 1939-1958).
Στο σημερινό μας άρθρο θα παρουσιάσουμε κάποια κείμενα στα οποία ο Κώστας Βάρναλης προσεγγίζει την τέχνη του Αισχύλου. Εισαγωγικά θα παραθέσουμε δύο αποσπάσματα από χρονογραφήματά του που δημοσιεύονται στον τόμο «Φιλολογικά» και αναφέρονται στην Τέχνη, το πρώτο γενικά και το δεύτερο όσον αφορά την Τέχνη του πέμπτου προχριστιανικού αιώνα.
«Η Τέχνη στην ουσία της είναι η ένωση της ατομικής με την ψυχή του συνόλου. Και σύνολο δεν είναι η παρέα· είναι ο λαός. Ο δημιουργός, που απομακρύνεται από το σύνολο, ξεριζώνει την τέχνη και διασπά την αληθινή φύση του κοινωνικού Όντος» (1951). «Στην κλασική εποχή του 5ου αιώνα η Τέχνη αποτεινότανε σ’ όλους τους πολίτες της, δηλ. στους πολλούς. Και δεν υπάρχει τέχνη που να επικοινωνεί αμεσότερα με το πλήθος από το θέατρο» (1950)
Ο Κώστας Βάρναλης αφιερώνει στον Αισχύλο τρία κείμενα στον δεύτερο τόμο του έργου «Αισθητικά - Κριτικά». Το πρώτο κείμενο έχει ως τίτλο «Η Ορέστεια του Αισχύλου» (σελ. 49 - 51).
Η «Ορέστεια» του Αισχύλου είναι τριλογία που αποτελείται από τα έργα Αγαμέμνων, Χοηφόροι, Ευμενίδες.
Ξεκινά ο Βάρναλης με τα λεγόμενα Ορεστειακά. Την 1η Νοεμβρίου 1903 η Ορέστεια του Αισχύλου ανεβαίνει στο Βασιλικό Θέατρο Αθηνών για πρώτη φορά στη Δημοτική σε μετάφραση Γ. Σωτηριάδη. Η παράσταση προκαλεί συμπλοκές, με αποτέλεσμα να υπάρξουν και τρία θύματα. Γεγονότα στα οποία πρωτοστάτησαν φοιτητές που οι καθαρευουσιάνοι καθηγητές τους φούντωσαν τα μυαλά «για τη σωτηρία του έθνους»…
Στη συνέχεια μιλά για το έργο, για το οποίο σημειώνει ότι «είναι το αριστούργημα της αρχαίας δραματουργίας κι έν’ απ’ τα υψηλότερα κατορθώματα του ανθρώπινου πνεύματος». Ο Βάρναλης θεωρεί ότι πέρα από την αξία της τέχνης του έργου αυτού, «αθάνατο κάθε καιρού και κάθε τόπου» το κάνει το ήθος και ο σκοπός. «Ο Μαραθωνομάχος Αισχύλος δεν έγραψε για να τέρψει τη γενιά των Μαραθωνομάχων παρά για να της δώσει θάρρος και πίστη στην έννομη τάξη και να στερεώσει: την ελευθερία του Λόγου ως υπέρτατον όργανο της δημοκρατικής πολιτείας». Επιπλέον, ο Αισχύλος θέλησε να δείξει τον ιστορικό προορισμό της Αθήνας «να γίνει πρωτεύουσα της Ελλάδας και προστάτισσα της ελευθερίας της».
Το δεύτερο άρθρο του Βάρναλη έχει τίτλο «Πολιτεία Ηρώων» (σελ. 52 - 54) και κυρίως αναφέρεται στο επιτάφιο επίγραμμα του Αισχύλου, που πέθανε στη Γέλα της Σικελίας. «Πριν κλείσει τα μάτια του, σύνθεσε, λένε ο ίδιος το επιτύμβιό του επίγραμμα, ένα τετράστιχο. Το παραθέτω στο πρωτότυπο και στη μετάφραση του Γ. Π. Σαββίδη:
Αισχύλον Ευφορίωνος Αθηναίον τόδε κεύθει / Μνήμα καταφθίμενον πυροφόροιο Γέλας· / αλκήν δ’ ευδόκιμον Μαραθώνιον άλσος αν είποι και βαθυχαιτήεις Μήδος επιστάμενος.
[= Τούτο το μνήμα σκεπάζει τον Αισχύλο του Ευφορίωνος, / Αθηναίον, που πέθανε στη σιτοφόρα Γέλα· / για την ευδόκιμον ανδρεία του μπορεί να πει το Μαραθώνιον άλσος / και ο Πέρσης με την πυκνή χαίτη που τον γνώρισε].
Ο Αισχύλος δε λέει κουβέντα για το έργο του, λέει μόνο για τους αγώνες του για την πατρίδα και την ελευθερία. Παρατηρεί ο Κώστας Βάρναλης: «Ήτανε μεγάλο τέκνο της μεγάλης εποχής του και μίλησε πεθαίνοντας, όπως μιλούσε κι έπραττε ζώντας».
Το τρίτο άρθρο (σελ. 136 - 139) επιγράφεται «Αισχύλος - Ερωτόκριτος». Γίνεται μια σύγκριση ανάμεσα στον Αισχύλο και στον Βιτσέντζο Κορνάρο που τους χωρίζουν κοντά 22 αιώνες. Συγκρίνονται οι «Επτά επί Θήβαις» και ο «Ερωτόκριτος», «Είναι η περιγραφή των πολεμάρχων στο δράμα κι η περιγραφή των αντιπάλων του κονταροχτυπήματος στο ρομάντσο». Οι αντίστοιχες περιγραφές είναι οι καλύτερες στο κάθε έργο. Με τους στίχους που παραθέτει ο Βάρναλης επιβεβαιώνονται οι παρατηρήσεις του.
Το τελευταίο κείμενο που προσεγγίζουμε είναι ένα χρονογράφημα από τον τόμο «Φιλολογικά» με τίτλο «Μεγάλα μαθήματα» (7 Φεβρουαρίου 1953), που αναφέρεται στους «Πέρσες» του Αισχύλου (σελ. 507 - 508).
Ως γνωστόν, οι «Πέρσες» αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα και όχι σε μύθους, παρουσιάζοντας την επάνοδο του ηττημένου Ξέρξη στα Σούσα. Γράφει ο Βάρναλης:
« - Να τους οι Πέρσες, ένα μάλλον διαλογικό ποίημα, τονισμένο στην ψηλότερη νότα της λεβεντιάς παρά δραματικό έργο. Αλλά τι θέλει να μας δώσει μ’ αυτό το έργο ο μεγάλος ποιητής; Όχι έναν μύθο παρά μιαν πραγματικότητα· κι όχι πραγματικότητα διαβασμένη παρά βιωμένη. Οι Πέρσες δεν είναι γραμμένοι με τη φαντασία παρά με την άμεση πείρα. Είναι γραμμένοι από ένα γενναίο πολεμιστή, που είναι και γενναίος ποιητής». Στη συνέχεια ο Βάρναλης αναφέρεται στην πολεμική δράση του Αισχύλου και αναρωτιέται: «Αλλά ποιο είναι το μάθημα, που θέλει να μας δώσει με τους Πέρσες του ο Αισχύλος; Πως δε υπάρχει μεγαλύτερο αγαθό για τους αληθινούς ανθρώπους από την ελευθερία».
*
Φρονώ ότι ο Βάρναλης με τα τέσσερα αυτά κείμενά του κατέδειξε το βαθύτερο νόημα και στόχο των έργων του Αισχύλου. Κλείνοντας το άρθρο θα επικαλεστώ μία θέση του Albin Lesky από την ομιλία του «Το Μήνυμα της Αρχαίας Ελληνικής Τραγωδίας», όταν αναγορεύθηκε επίτιμος διδάκτορας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (2 Νοεμβρίου 1967): «Το σημαντικώτατον κατόρθωμα της τραγωδίας του Αισχύλου είναι ότι ανεκάλυψε την προβληματικότητα του δρώντος , του ενεργούντος προσώπου. Ή, διά να ομιλήσωμεν ουσιαστικώτερα: την τραγικότητα του δρώντος ανθρώπου».
Επιμέλεια: Δέσποινα Κουγιουμτζόγλου