Μαρίκα Μπαμπάτσου - Μια όμορφη κοπελίτσα 95 χρονών στην «Όμορφη πόλη»…

Αν το λέει η καρδιά σου, η ηλικία παραμένει ένας αριθμός. Που όμως ενισχύει αυτή την «καρδιά» (ίσως όχι τα πόδια)…

Είναι η κυρία Μαρίκα Μπαμπάτσου, που φιλοξενήθηκε, σήμερα το πρωί, από τον Τηλέμαχο Αρναούτογλου, στο Δημοτικό Ραδιόφωνο.

 

Διηγήθηκε με τη νεανική φωνή της τα χρόνια της νιότης της. Χρόνια γεμάτα δυσκολίες, κατοχή και ξεριζώματα. Μα χρόνια που ο πόνος έρχεται όταν τα αναλογίζεσαι, ποτέ όταν τα ζεις…

Άλλωστε, είναι και οι ωραίες στιγμές, που για την κ. Μαρίκα είναι πάντα περισσότερες. Που κερδίζουν με διαφορά στον απολογισμό ή απλώς, στην… ανακεφαλαίωση.

 

Μίλησε για την Ξάνθη του μεσοπολέμου, αλλά και μετά τον πόλεμο. Νωρίς στο μεροκάματο, σχεδόν από παιδάκι, για το ψωμί. Κι ύστερα, όταν το ψωμί δύσκολα ερχότανε στο σπίτι, μέσα στη βουλγαρική κατοχή, μαζί με τη μάνα της πήρανε την απόφαση να πάνε στη Γερμανία.

Θα πρέπει να ήταν δύσκολη η ξενιτιά, γιατί δε θέλησε να πει τίποτα για κείνα τα χρόνια. Περιέγραψε όμως το ταξίδι της μετανάστευσης. «Πήραμε το τρένο από την Ξάνθη, μας έβαλαν σε ένα βαγόνι που μετέφεραν ζώα –σαν ζώα που τα πάνε για σφαχτά», είπε και ύστερα έφτασαν στη Σόφια και ήταν Πάσχα και το σπίτι που πήγαν τους καλοδέχτηκε και τους φιλοξένησε μέχρι να συνεχίσουν…

Ακούστε την κα. Μαρίκα Μπαμπάτσου

Μετά η Μαρίκα συναντήθηκε με τον… Δούναβη. «Πήραμε το πλοίο και ήταν κατάλευκο. Και σκέφτηκα “Γλάρο θα τον βγάλω”» και η φωνή της γλυκαίνει ακόμη περισσότερο από τη χαρά της θύμησης…

Η Μαρίκα δεν κατέβηκε στο… «μπουντρούμι», παρά αποφάσισε να κάνει το ταξίδι της στο κατάστρωμα, κάτω από τον ήλιο… Ήταν μια σοφή απόφαση, ταιριαστή με τα 17 της χρόνια…

«Η Βουδαπέστη ήταν μια υπέροχη πόλη, αριστερά και δεξιά δάση», θα πει… και ανάμεσα «ο Γλάρος» που κυλούσε στα νερά κι έβαζε την Μαρίκα να καμώνεται πως πάει κρουαζιέρα κι όχι για δουλειά…

Η μετανάστευση θα παραμείνει μια παρένθεση -άνευ σημασίας- στη διήγησή της. Θα προτιμήσει να εκφράσει τη χαρά της όταν επέστρεψε από την Γερμανία -θα πρέπει να ήταν με την απελευθέρωση, καθώς όπως είπε, στην επιστροφή, ο πόλεμος ήρθε και στη Σόφια –«ήταν όλα γκρεμισμένα»…

Μα, σαν έφτασε στην Ξάνθη γονάτισε και φίλησε το χώμα της με ανακούφιση και είπε ένα ευχαριστώ που αξιώθηκε να την ξαναδεί…

 

Αλλά η συζήτηση πηγαίνει και στις γιορτινές της μέρες, τις δικές της και της Ξάνθης -μέρες που ’ναι… Η κυρία Μαρίκα συλλογίζεται εκείνα τα χρόνια, που ο έρωτας είναι πάντα κυρίαρχος. «Οι άνθρωποι δεν αλλάζουν. Καθώς ξεκίνησε η γη, ήρθε και ο έρωτας», λέει… Είναι εκείνα τα χρόνια της άνθησης που τον έλκουν σαν το μέλι και οι μέρες είναι πάντα Χριστούγεννα… Ένα παραπάνω, όταν εκείνα έρχονται…

«Η Ξάνθη στολιζότανε -πέρα για πέρα φωταγωγημένη- και στις γειτονιές όταν ήρθε ο ηλεκτρισμός φωτίζονταν ολόκληρες», διηγείται και μετά «πηγαίνει» στο «σήμα κατατεθέν» της πόλης, το Ρολόι, που δίπλα του στήνονταν το χριστουγεννιάτικο έλατο, για να το φωτίζει και να φωτίζεται…

Κι η Μαρίκα, έπαιρνε αγκαζέ τις φίλες της και τριγυρνούσε στους γιορτινούς δρόμους, τις ολόφωτες βιτρίνες, τα ελκυστικά ρούχα και παπούτσια που επιλέγονταν ως το «καινούριο» της χρονιάς… «γιατί γαμπρίζαμε κιόλας -μην κοιτάτε τώρα»… Γιατί, η καρδιά δεν ξεχνά και πάντα, ευτυχώς, επιμένει…

Για τη Μαρίκα, τα Χριστούγεννα ήταν «παπουτσάκια και φορεματάκια καινούρια και εκκλησιασμός και Θεία Κοινωνία» και καθώς τελείωναν τα καθήκοντα «κάναμε τις βόλτες μας… με τη Μουσική του Δήμου να παίζει από το πρωί μέχρι το βράδυ»… Μια ακόμα θύμηση με πρωταγωνιστή το «σήμα κατατεθέν»: «Στο Ρολόι έβαζαν την εικόνα του Χριστού και της Παναγίας και η μουσική συνέχιζε να παίζει… όχι μόνο στις γιορτές, αλλά όλον τον χρόνο»…

Αλλά και τα σπίτια ακολουθούσαν κι αυτά. «Στολίζαμε με λουλούδια, το δεντράκι μας ήταν πάντα εκεί και το τραπέζι “άνοιγε” για να δεχτεί ολόκληρη την οικογένεια»…

Όχι είναι… μύθος πως δεν ήξεραν τότε, τι σημαίνει «ρεβεγιόν»… Οι ανταλλαγές επισκέψεων σε συγγενικά σπίτια είχαν την τιμητική τους. «Αλλά, οι πλούσιοι πήγαιναν στην Εμπορική Λέσχη. Και οι κυρίες φορούσαν γούνες και κοσμήματα… Εκεί έκαναν ρεβεγιόν κι όταν ήμουνα μικρούλα πήγαινα στου Λαδά, που έγινε και δήμαρχος και είχε δυο πολύ όμορφες κόρες που ήταν πάντα πολύ ωραία ντυμένες», συνεχίζει την διήγηση, σκεπτόμενη ότι η οικογένεια Λαδά, προφανέστατα θα έχει πάει σε πολλά τέτοια ρεβεγιόν.  Ίσως και να την πήραν κι εκείνη κάποια φορά στο ρεβεγιόν ή να ήθελε να την πάρουν μαζί τους…

Και από τα νιάτα της κάνει ένα σάλτο και γίνεται εκείνη η οικοδέσποινα. Και ανοίγει εκείνο το τραπέζι για να υποδεχτεί τα παιδιά της και τα εγγόνια της και ψάλλει τα… άλλα κάλαντα, για να τα μάθουν -παιδιά κι εγγόνια- όπως της τα έμαθαν κι αυτής, όταν ήταν μικρούλα.

Είναι εκείνα που εύχονται στο τέλος «… Βίον τέλειον κατά το Ευαγγέλιον/Με αγάπη και Ειρήνη και δικαιοσύνη»…

 

Αλλά το σήμερα, το ίδιο επιτακτικό με το χθές… Η κυρία Μαρίκα στενοχωριέται με τον κορωναϊό και λυπάται που όλοι έχουν μια μελαγχολία -«εγώ δεν έχω», ξεκαθαρίζει. Αλλά λυπάται περισσότερο, μ’ αυτούς που δεν ακολουθούν τα μέτρα. «Έχουν μυαλό, βλέπουν την κατάσταση. Δεν επιτρέπεται να κυκλοφορούμε και να συνωστιζόμαστε»…

«Ας κάνουμε υπομονή», λέει απλά. «Αυτό είναι το καλύτερο φάρμακο. Στη ζωή μας», το «κυκλώνει» και καλεί όλους όσοι αντιλαμβάνονται τι σημαίνει «να φεύγουν οι συνάνθρωποί μας σωρηδόν, να τηρήσουν τα μέτρα»…

«Υπομονή», όμως… «τα κοριτσάκια να πάνε στα κομμωτήρια να ντυθούν καλά να στρώσουν το καλό τραπεζομάντηλο και να κάτσουν να φάνε οικογενειακώς», δίνει τις οδηγίες στις νέες της νέας εποχής…

Κι ύστερα την παίρνουν τα δάκρυα. Γι’ αυτούς που βρίσκονται στις ΜΕΘ και στις κλινικές του κόβιντ και είναι διασωληνωμένοι. «Τα δάκρυά μου τρέχουν κάθε μέρα κάνω προσευχή κι εχτές διάβασα τον άγιο Σπυρίδωνα τον θαυματουργό γι’ αυτούς τους πονεμένους και βέβαια λυπάμαι πολύ όλο τον κόσμο… Γι’ αυτό προσεύχομαι και παρακαλάω να μ’ ακούσει ο Θεός…».

Το μόνο που άλλαξε με τα χρόνια για την Μαρίκα είναι ότι σταμάτησε να τραγουδάει… Γιατί, το… μότο της εποχής της ήταν «Σεβόμαστε και τραγουδάμε». Δυο λέξεις, ένα σύνθημα, που συμπυκνώνει τη στόφα της γενιάς της…

Τραγουδούσε, αλλά και της τραγουδούσαν… Δεν έχει παράπονο. Πολλοί νέοι ήρθαν να της κάνουν μια καντάδα… Όπως εκείνος, ο «ανόητος», που πήρε το δρόμο ένα βράδυ, με το χιόνι να φτάνει στο γόνατο, για το σπίτι της. Κι εκείνη καθόταν μέσα, «κι ήταν μάλιστα ένας τοίχος γκρεμισμένος» και ήρθε αυτός και της τραγούδησε «Μπρος στα αρχοντικά σου σκαλοπάτια»… Καθόλου δεν την γοήτευσε η ειρωνεία της κατάστασης…

Μόνον ψέλνει… Αυτό είναι το τραγούδι της, πια…

 

«Δε χρειάζεται να πάμε εκκλησία. Κάθε χριστιανικό σπίτι είναι μια εκκλησία», λέει και ξεκινάει τις ευχές της… Για τον Τηλέμαχο, την Κική και τα υπόλοιπα παιδιά του Δημοτικού Ραδιοφώνου…

Αλλά ευχές και για τον Δήμαρχο και όλο το Δημοτικό Συμβούλιο και τους εργαζόμενους και…

 

«Χαίρεται! Και όλος ο κόσμος να χαίρεται», υπογράφει η Μαρίκα. Που στις 8 Μαρτίου, την ημέρα της Γυναίκας, θα πάει «πρώτα ο Θεός», όπως λέει, στα 96…

Και 100 και 106 και 126… και μια ακόμα ζωή έχει να ζήσει η Μαρίκα.

Μια όμορφη γυναίκα. Μια κοπελίτσα, ετών 95!

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σύνταξη: Ελευθερία Μούκανου

Μοντάζ: Χρήστος Τζανίδης

Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου

Κοινωνικά
Πολιτιστικά
Τοπικά