Γιάννης Σιαμίδης: Τα αναπτυξιακά πλεονεκτήματα της Ξάνθης-Η ΠΑΜΘ θα μπορούσε να είναι από τις πλουσιότερες περιφέρειες της Ευρώπης

Το «προφίλ» της Ξάνθης έχει τη δυνατότητα να προσφέρει την αναπτυξιακή και κοινωνική αναβάθμιση των κατοίκων της, εξασφαλίζοντας την ευημερία τους.

Μέσα από τη «χαρτογράφηση» της περιφερειακής ενότητας Ξάνθης, ο συντονιστής του ΕΠΑΜ Ξάνθης Γιάννης Σιαμίδης, επιχειρεί την «αντιστροφή» της πραγματικότητας, με παρέμβασή του στην πρωινή εκπομπή του Δημοτικού Ραδιοφώνου, συνεχίζοντας να «απαντά» στην ερώτηση, σχετικά με την «μετά κόβιντ εποχή»: Την επόμενη μέρα, τι;

Ο κ. Σιαμίδης αναφερόμενος στα χαρακτηριστικά της περιοχής μας τόνισε ότι η Ξάνθη, πέραν των πληθυσμιακών της χαρακτηριστικών, αποκτά μια έξτρα δυναμική εξαιτίας του μη μόνιμου πληθυσμού που την κατοικεί (στρατός, φοιτητές, πανεπιστημιακοί καθηγητές). Διαθέτει μια πολύ καλή θέση στον συγκοινωνιακό χάρτη της χώρας, εξαιτίας της Εγνατίας οδού, αλλά και ένα, καλής ποιότητας επαρχιακό οδικό δίκτυο, βρίσκεται δίπλα σε δύο λιμάνια και τρία λιμάνια (αφού και η Θεσσαλονίκη δεν είναι μακριά), συμπεριλαμβάνοντας και το μικρό λιμάνι του Πόρτο Λάγος.

Ταυτόχρονα, επισήμανε ότι η περιοχή μας συνδυάζει πεδιάδα - βουνό – νερά, σημείωσε ότι ο μισός νομός σχεδόν αποτελεί «προστατευμένη περιοχή» και διαθέτει φυσικά μνημεία, όπως το δάσος του Νέστου, καθώς και ανέπαφες, από την ανθρώπινη δραστηριότητα, παραλίες που είναι πολύ όμορφες.

Σημαντικός, όπως είπε και ο πλούτος της γης, με την εύφορη πεδιάδα και τα πολλά νερά, αλλά και τα δύο γεωθερμικά πεδία και τις θερμές πηγές.

Επίσης, πολύ σημαντική η πολιτιστική και ιστορική διάσταση της περιφερειακής μας ενότητας, με ένα, όπως τόνισε, μεγάλο δίκτυο αρχαιολογικών χώρων που διαπερνούν όλη σχεδόν την ιστορική διαδρομή του πολιτισμού: από τη νεολιθική έως και την βυζαντινή εποχή.

Ιδιαίτερη αναφορά έκανε στο «διαμάντι» της Ξάνθης, την Παλιά Πόλη, «με τα 120 διατηρητέα κτίρια μιας άλλης εποχής που έχουν αφεθεί στην μοίρα τους και φυσικά την ιστορική επισήμανση ότι η Ξάνθη, ήταν από το 1800 μια μεγαλούπολη της Βόρειας Ελλάδας», χαρακτηρίζοντάς την, όπως «και τις Καπναποθήκες (που δεν αξιοποιούνται) “η κληρονομιά” του τόπου μας».

Ο Συντονιστής υποστήριξε ότι θα έπρεπε να δοθεί έμφαση στον αγροτικό τομέα, ό οποίος, όπως είπε, θα μπορούσε να στηρίξει όλες τις υπόλοιπες δραστηριότητες, ενώ υπογράμμισε ότι ο πρωτογενής τομέας, εν γένει, «μπορεί να υπάρξει» με την αξιοποίηση του εδάφους. «Είναι γεγονός ότι εξαιτίας και του φυσικού της πλούτου -όλη η Περιφέρεια Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης- θα μπορούσε να είναι από τις πλουσιότερες περιφέρειες της Ευρώπης, εντούτοις , είναι από τις φτωχότερες», σημειώνοντας ότι από το Σουφλί μέχρι και την Πτολεμαΐδα ο γεωθερμικός πλούτος παραμένει ανεκμετάλλευτος, παρά τις μελέτες που έχουν συνταχθεί από παλιά και τις πρόσφατες λίγες επενδύσεις.

Προέταξε τον «πλούσιο κάμπο», ο οποίος θα μπορούσε να αποφέρει πόρους και στην τοπική, αλλά και στην εθνική οικονομία, στηλιτεύοντας την εμμονή της ελληνικής γεωργίας να επενδύει σε μη δυναμικές καλλιέργειες. Ανέφερε μάλιστα ότι σε έρευνα, σχετικά με την αγροτική απόδοση στην Ευρώπη, τα στοιχεία είναι απογοητευτικά για τη χώρα μας. «Στην Ολλανδία η απόδοση, ανά στρέμμα είναι 700 ευρώ, στο Ισραήλ 1000 ευρώ, ενώ στην Ελλάδα 300 ευρώ. Αυτές οι χώρες έχουν τριπλάσια ή τετραπλάσια απόδοση από την Ελλάδα, ενώ η πρώτη είναι η… μισή κάτω από τη θάλασσα και η δεύτερη, στην έρημο…» και σημείωσε πως, αυτό που απαιτείται είναι ένα πραγματικός σχεδιασμός, κάτι που λείπει από την ελληνική πραγματικότητα, που εστιάζει κυρίως στο ευκαιριακό κέρδος της επιδότησης.

Προέβαλε την υποχρέωση της ελληνικής πολιτείας να «αντιταχθεί» στις επιταγές της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής, κυρίως σε αυτές, που «απογυμνώνουν» αναπτυξιακά τη χώρα μας, υπενθυμίζοντας την συναίνεση των ελλήνων πολιτικών για το κλείσιμο των εργοστασίων ζάχαρης και τη μεταφορά τους (μαζί με την παραγωγή τεύτλων) σε άλλες χώρες, καθ’ υπόδειξη της Γερμανίας, όπως χαρακτηριστικά τόνισε. Οι ήττες μας στον δευτερογενή τομέα, ολοκληρώθηκαν και με το κλείσιμο των συνεταιριστικών εργοστασίων στην Ξάνθη και αλλού, τα οποία «έδιναν ζωή και εισόδημα σε χιλιάδες οικογένειες».

Ταυτόχρονα, αναφέρθηκε στα «κενά» που παρουσιάζει η χώρα μας στον τομέα της μεταποίησης,  ενώ αδιάφορη παραμένει η ελληνική πολιτεία, υποστήριξε, και στο θέμα των προϊόντων ΠΟΠ, παρά τις όποιες προσπάθειες, προτάσσοντας το παράδειγμα της «δανέζικης φέτας», η οποία στέκεται στα ράφια ανεμπόδιστα…

Σχετικά με τον τριτογενή τομέα, τις μεταφορές, αλλά ιδιαίτερα τον τουρισμό,  σημείωσε ότι «θα μπορούσαμε να κάνουμε “παπάδες”». «Ο νομός, αλλά και όλη η περιφέρεια ενδείκνυνται για τουρισμό 12 μήνες τον χρόνο» και επισήμανε ότι ο εναλλακτικός τουρισμός, θα είχε τη δυνατότητα να προσφέρει σταθερό εισόδημα και μάλιστα, χωρίς την εκμετάλλευση, αλλά και την καταστροφή του περιβάλλοντος που «απαιτεί» ο παραδοσιακός τουρισμός.

Ο κ. Σιαμίδης «σχεδιάζοντας» το αύριο, επισήμανε ότι η απάντηση για την «επόμενη μέρα» εξαρτάται από τον αναγκαίο και πραγματικό σχεδιασμό σε κεντρικό, περιφερειακό και τοπικό επίπεδο και στους τρεις τομείς ανάπτυξης.

Ταυτόχρονα, έδωσε έμφαση στην αξιοποίηση της γεωθερμίας, την αξιοποίηση των φωτοβολταϊκών, αλλά και της θάλασσας «η οποία δεν έχει αξιοποιηθεί και αυτό», όπως τόνισε χαρακτηριστικά, «θα πρέπει να το ερευνήσει η δικαιοσύνη ή έστω… η ψυχιατρική»…

Σύμφωνα με τον συντονιστή, «το πολύ σημαντικό είναι όλα αυτά μπορούν να γίνουν χωρίς ξένους πόρους ούτε χρειάζεται να εισάγουμε ιδιαίτερη τεχνολογία ή μηχανήματα υψηλής εξειδίκευσης. Με εθνικούς πόρους έχουμε τη δυνατότητα να προσθέσουμε στο ΑΕΠ και να παράξουμε έξτρα εισόδημα, κυρίως από τον τριτογενή τομέα».

Ωστόσο, όπως υπογράμμισε, η ελληνική πολιτεία, σύμφωνα με τις πρακτικές που έχει ακολουθήσει μέχρι τώρα, «δε φαίνεται ότι θέλει να υπάρχει εισόδημα στην περιοχή»...

Ακούστε την παρέμβαση.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σύνταξη : Ελευθερία Μούκανου

Μοντάζ-επιμέλεια : Σοφία Δαληκριάδου

 

Κοινωνικά
Τοπικά