Η Μεγάλη Έξοδος…

Τις θυμάστε εκείνες τις σχολικές αίθουσες και τους διαδρόμους. Πάνω από τα κεφάλια μας έστεκαν σα φύλακες. Όπου κι αν πήγαινες ό,τι κι αν έκανες -τα καλά και τ’ άσχημα- εκείνοι έστεκαν εκεί. Αμίλητοι αλλά γνώστες. Τα θυμάστε τα μάτια τους; Τα «βλέπετε», άραγε τώρα, καμιά φορά, εκείνα τα μάτια που κοίταζαν «ευθεία» κι έστελναν αντίστοιχα μηνύματα; Ευθέα…

Ναι… ο Κολοκοτρώνης, και ο Νικητηράς, ο Καραϊσκάκης, ο Κανάρης, ο Ανδρούτσος, ο Παπαφλέσσας, ο Μακρυγιάννης; Και κάπου εκεί, ανάμεσα, η Μπουμπουλίνα κι η Μαντώ, η Δόμνα… μόνο αν ήσουν σε σχολείο της Θράκης κι αυτό δεν ήταν σίγουρο… Αλλά και ο Καποδίστριας…

Θυμάστε και τους δασκάλους που έλεγαν πως ήταν κι άλλοι κι όλο και περισσότεροι, που ξέρουμε και δεν ξέρουμε, που θυμόμαστε και που δεν… Σαν τον Γκούρα, τον Βέικο, τον Σοφικίτη, τον Δυοβουνιώτη, τον Μητροπέτροβα…

Γι’ αυτό και τους λέγαμε όλους «Ήρωες» -και καθαρίζαμε. Εξευμενίζαμε εκείνα τα μάτια που έμοιαζαν με κάρβουνα.

 

Αυτοί, λοιπόν, για να μιλήσουμε και με σύγχρονους όρους ήταν κάτι… ατομικές ευθύνες που έκαναν μια συλλογική. Αλλά δεν ήταν μόνοι. Είχαν τον εαυτό τους, την πίστη τους κι έναν κοινό στόχο.

Αυτοί, ξεπέρασαν και τους προύχοντες και τους βολεμένους και τους νυσταλέους. Κι αν στην πλειοψηφία τους ήταν φτωχοί νήστευαν κιόλας και δεν ξέρω τι θα έλεγε και ο κ. Βερέμης, αλλά, ο Παλαιών Πατρών αποφάσισε να δώσει την άδεια ως επίσκοπός τους, για να υψώσουν τη σημαία της Επανάστασης, μέρα Παρασκευή. Γιατί αυτοί έλεγαν πως είναι «αλάδωτη» κι ο Θεός την χρειάζεται περισσότερο απ’ ό,τι αυτοί την Ελευθερία…

 

Μάλλον τρελοί… Περίεργοι τύποι, που υπερέβησαν τον εαυτό τους. Πώς το έκαναν αυτό; Τι συντελούνταν μέσα στο κεφάλι. Πώς αντιδρούσε το σώμα. Τι πυροτεχνήματα σκάγανε εντός τους, καθώς… «λάβανε την απόφαση»… Και μαζί τους κι άλλοι. Πολλοί.

Και σίγουρα, αυτές οι αντιδράσεις θα συνέχιζαν να τους συντροφεύουν -μαζί με τους συντρόφους τους.

Τι πλάσματα, απόκοσμα, είναι αυτά…

Πώς δρασκελούν τον φόβο, οι φοβισμένοι;

 

Πόσα χρόνια χρειάζεται ένας νους για να ξεχάσει. Να κλείσει σε ένα ντουλάπι και μορφές και μάτια και κάρβουνα. Πόσο σου χρειάζεται για να γελάς αβίαστα. Ανήξερα. Καινούρια.

Χωρίς τη χαρμολύπη που οφείλεις σε κάθε πάτημά σου που φυσιολογικά, πατάει στα χνάρια τους…

 

Πόσα χρόνια; Πενήντα; Σαράντα; Ένα τέταρτο του αιώνα; Πόσα; Πόσο ευέλικτοι αποδείξαμε πως είμαστε; Πόσο προσαρμοστικοί και ανθεκτικοί… Ή μήπως, απλώς, μόνοι. Ξεκρέμαστοι. Ούτε χθες ούτε αύριο. Και το σήμερα, αμφίσημο. Υπό προϋποθέσεις… άναρχα τοποθετημένες, κατά την… προτεραιοποίηση…

Απολύτως ατυχείς, στη βάση τους..

 

Δεν είναι η πανδημία που τα κατέστρεψε όλα. Εμείς το κάνουμε σιγά-σιγά, όλα αυτά τα χρόνια. Όχι επειδή ξεκρεμάστηκαν τα κάδρα από τους τοίχους. Αλλά γιατί μαζί τους ξεκρεμάσαμε και τις πιο λαμπρές ψηφίδες του εαυτού μας. Κι ούτε που τις λογίσαμε ως τέτοιες. Γι’ αυτό εύκολα τα στοιβάξαμε σε σκοτεινά δωμάτια, νομίζοντας πως ήταν απλά φαντάσματα σε πλαίσιο.

 

Αλλά δεν ήταν… Στοιβάξαμε μία ολόκληρη πορεία. Τη ζωή και τον θάνατό μας. Γιατί ο άνθρωπος μπορεί να μην έχει ρόλο στα σημαντικά του, έχει όμως στον τρόπο τους. Βαδίζει πάνω σ’ έναν δρόμο, που είναι κοινός για κείνον και τους όμοιούς του. Που σαν εκείνον και όμοιοί του, σχημάτισαν.

Μα εμείς τα καταφέραμε να σβήσουμε και γραμμές και περιεχόμενα. Φτιάξαμε ένα… ισιάδι χωρίς κατευθυντήριες. Άγραφο κι απάτητο. Ίσως όχι εντελώς άγραφο. Αλλά σίγουρα, χωρίς το… γνήσιο της υπογραφής.

 

Γιατί, Αυτοί, τι τις χρειάζονται τις τιμές μας; Τις υπόλοιπες μέρες μας, χρειάζονται. Αν τους οφείλουμε κάτι, αν, δηλαδή, θα ήθελαν κάτι από μας, αυτές είναι… Πώς θα μπορούσε να σκεφτεί κανείς κάτι λιγότερο, από το «άπαν».

 

Τι μέρες είναι αυτές γεμάτες σκέψεις για τους πολλούς. Που αφήνουν έξω τον έναν -τον καθένα μας- και τραβάνε -όχι για τις μάζες, αλλά για το «όλον». Που σχεδιάζουν αρχές και έργα και προοπτική έχοντας έναν κοινό στόχο. Που σου λένε «είμαστε στο εμείς, όχι στο εγώ»… Ότι αυτό που φτιάχνουμε, όλοι μαζί το φτιάχνουμε κι είναι για όλους.

 

Μέρες που δεν φοράνε μάσκες.

Γιατί οι «πολλές μέρες» ποτέ δε σήμαιναν και… «καλές μέρες».

 

Δεν ξέρω αν φέτος θα βγούμε από την πανδημία. Μπορεί και να τα καταφέρουμε… Αλλά, ακόμα κι αν δε γίνει αυτό, ένα, ίσως, πρέπει να σκεφτούμε. Πως ζήσαμε στο πιο βαθύ, το πιο σκοτεινό σκοτάδι. Πως βυθιστήκαμε αρκετά. Πως είτε θα προσπαθήσουμε να ξεκολλήσουμε είτε θα συνεχίσουμε να ζούμε ασφαλείς, αλλά απολύτως… νεκροί.

 

Πως πραγματικά θα πρέπει να κάνουμε μια τιτάνια προσπάθεια, όχι για να ζήσουμε, όχι για να πάρουμε τη ζωή μας πίσω, αλλά για να ζήσουμε μια ζωή που κανονικά θα έπρεπε να μας αξίζει.

Μας την ετοίμασαν κάτι περίεργοι τύποι, που τα πυροτεχνήματα έσκαγαν εντός, που τα μάτια έμοιαζαν με κάρβουνα κι οι καρδιές, αγαπούσαν πολύ, αλλά περισσότερο, δεν ήθελαν τη λήθη.

Και δεν ήταν εξωγήινοι. Άλλο που σε μας μοιάζουν, λες και ήταν. Ίσως, όχι τόσο άδικα…

 

Είναι γιατί επιμένουν να κάνουν την εμφάνισή τους, σε στροφές της ιστορίας… Με τα ίδια πρόσωπα, τις ίδιες καρδιές, με τα μάτια, κάρβουνα, που κοιτούν ευθεία.

 

 

 

 

Κείμενο: Ελευθερία Μούκανου

Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου

Κοινωνικά
Πολιτιστικά
Τοπικά