Επιμέλεια: Σοφία Δαληκριάδου
Πλήθη ανθρώπων με πολλές ανάγκες αναζήτησαν από τις γύρω πόλεις τον Χριστό στον έρημο τόπο, στον όποιο είχε καταφύγει, για να Τον ακούσουν και να θεραπεύσει τους αρρώστους τους. «Όταν βράδυασε, ήρθαν σ' Αυτόν οι μαθηταί και του είπαν Κύριε, ο τόπος είναι έρημος και η ώρα περασμένη, άφησε τον κόσμο να πάνε στα χωριά και ν' αγοράσουν τρόφιμα».
Οι μαθητές μπροστά στο πρόβλημα του λαού που πεινά προτείνουν μια λύση, που φαίνεται αρκετά λογική, αλλά που δεν αγγίζει τον εαυτό τους. Η πρότασή τους αναφέρεται στο τι πρέπει να κάνει ο Χριστός και τι πρέπει να κάνουν οι όχλοι· όχι στο τι πρέπει να κάνουν οι ίδιοι.
Η στάση του Χριστού όμως είναι διαφορετική: «Δεν χρειάζεται να φύγουν. Δώστε τους εσείς να φάνε», τους λέει. Έτσι ανατρέπει την βάση της σκέψεώς τους. Να μάθουν να σκέπτωνται όχι τι πρέπει να γίνει γενικά και αόριστα, αλλά τι πρέπει συγκεκριμένα αυτοί να κάνουν. Να αναζητούν λύσεις, στις οποίες μετέχουν προσωπικά. Οι μαθητές έπρεπε να δώσουν ο,τι είχαν τους πέντε άρτους και τα δύο ψάρια.. Η λύση θα άρχιζε από την προσφορά την δική τους.
Και το θαύμα αρχίζει ακριβώς απ’αυτή την προσφορά. Με την θεϊκή ευλογία Του και την παντοδύναμη επέμβασή Του τα απλά εκείνα πράγματα πολλαπλασιάζονται, χορταίνουν τα πλήθη και μένουν και περισσεύματα.
Από την εποχή του Χριστού που έγινε το θαύμα του χορτασμού των πεντακισχιλίων πέρασαν χρόνια πολλά. Ο πολιτισμός αναπτύχθηκε, η έρημος όμως δεν έλειψε. Μέσα σ’ αυτή την έρημο της σύγχρονης ζωής κάθε τόσο αναδύονται πολύπλοκα ανθρώπινα προβλήματα που ζητούν επιτακτικά αντιμετώπιση.
Χρέος δικό μας είναι να αποθέτουμε στα χέρια Του, ότι έχουμε, να προσφέρουμε ότι είμαστε, με την βεβαιότητα ότι αγιαζόμενο από τον Χριστό μπορεί να συμβάλει στην ανακούφιση πολλών αναγκών, να κάνει την ζωή πιο ανθρώπινη.
Επιμέλεια: Σοφία Δαληκριάδου