Επιμέλεια: Δέσποινα Κουγιουμτζόγλου
Ερώτηση στη Βουλή των Ελλήνων για την ιδιαίτερα αρνητική εξέλιξη και απόφαση να διατεθούν στον Δήμο Μύκης μόλις 2 «χωρικά» (συνολικά λίγο πάνω από 1 τόνο) καυσόξυλα, από το πρόγραμμα διάθεση ξύλων σε κατοίκους ορεινών χωριών που υλοποιούν τα αρμόδια Δασαρχεία, κατέθεσε ο Βουλευτής Ξάνθης με τη Νέα Αριστερά, Χουσεΐν Ζεϊμπέκ.
Πιο συγκεκριμένα ο κ. Ζεϊμπέκ διερωτάται πως είναι δυνατόν να διανεμηθούν στον ορεινό Δήμο Μύκης των 15.000 κατοίκων, που πολλές φορές το χειμώνα οι θερμοκρασίες είναι υπό το μηδέν, μόλις 2 «χωρικά», τη στιγμή που οι ανάγκες των κατοίκων ήταν και παραμένουν τεράστιες. Πόσο μάλλον στις σημερινές συνθήκες ενεργειακής κρίσης και ακρίβειας, με τις αιτήσεις των δικαιούχων στον εν λόγω Δήμο να ξεπερνούν ήδη τις 2.000, και ενώ στα γειτονικά χωριά της Σταυρούπολης αναμένεται να διατεθούν 7 «χωρικά».
Μάλιστα, ο Βουλευτής της Νέας Αριστεράς διερωτάται τους λόγους για τους οποίους το κονδύλι που αποδέσμευσε το Υπουργείο για τον Δήμο Μύκης δεν ξεπερνά φέτος τις 130.000 ευρώ, τη στιγμή που παλαιότερα η εν λόγω πίστωση ήταν 180.000 και διανέμονταν στον Δήμο Μύκης συνολικά πάνω από 5 «χωρικά», (σχεδόν 3 τόνοι ξυλείας). Ποσότητες δηλαδή κατά πολύ μεγαλύτερες από όσες είναι να διατεθούν φέτος.
Ο κ. Ζεϊμπέκ κάνει λόγο για κατάφορη αδικία σε βάρος των κατοίκων του Δήμου Μύκης, την οποία η πολιτεία οφείλει να διορθώσει άμεσα. Κλείνοντας, απευθύνει στον αρμόδιο Υπουργό τα παρακάτω ερωτήματα:
Προς τον κ. Υπουργό Περιβάλλοντος & Ενέργειας
Θέμα: «Η κυβέρνηση να παρέχει στους κατοίκους του ορεινού Δήμου Μύκης τις απαραίτητες ποσότητες καυσόξυλων»
Ο Δήμος Μύκης, με πληθυσμό σχεδόν 15.000 κατοίκων, βρίσκεται στα ορεινά του Νομού Ξάνθης, με τις θερμοκρασίες που συναντά κανείς στα εκεί χωριά και στους οικισμούς να είναι ιδιαίτερα χαμηλές, κατά τους χειμερινούς μήνες, πολλές φορές και υπό του μηδενός. Στις σημερινές συνθήκες ενεργειακής κρίσης και ακρίβειας, οι ανάγκες των κάτοικων του Δήμου Μύκης ήταν και παραμένουν τεράστιες, με την πολιτεία, δυστυχώς, σπάνια, να ανταποκρίνεται σε αυτές.
Σε αυτό το πλαίσιο, αποτέλεσε μία ακόμη δυσάρεστη έκπληξη η είδηση, ότι πρόκειται να διατεθούν στον Δήμο Μύκης μόλις 2 «χωρικά» (συνολικά δηλαδή λίγο παραπάνω από ένας τόνος καυσόξυλα) από το πρόγραμμα διάθεσης ξύλων, σε κατοίκους ορεινών χωριών που υλοποιούν τα αρμόδια Δασαρχεία (εν προκειμένω το Δασαρχείο Ξάνθης) Καθώς η πίστωση που δόθηκε, σύμφωνα με πληροφορίες, από το αρμόδιο Υπουργείο για υλοτομήσεις, δεν ξεπέρασε τις 130.000 ευρώ.
Γίνεται κατανοητό, με τις αιτήσεις των δικαιούχων στον Δήμο Μύκης, να ξεπερνούν τις 2.000, πως επουδενί δεν πρόκειται τα συγκεκριμένα χρήματα και οι ποσότητες ξύλων, να φτάσουν και να ανταποκριθούν στις αυξημένες ανάγκες των κατοίκων του Δήμου Μύκης.
Υπενθυμίζεται πως το κονδύλι που αποδέσμευσε, κατά την περσινή χρονιά το Υπουργείο για το συγκεκριμένο πρόγραμμα για τον Δήμο Μύκης, ήταν της τάξης των 180.000 ευρώ, δηλαδή 50.000 ευρώ παραπάνω από ότι φέτος. Ταυτόχρονα θα πρέπει να σημειωθεί πως και οι ποσότητες ξυλείας που λάμβαναν παλαιότερα οι κάτοικοι του Δήμου Μύκης ήταν πάνω από 5 «χωρικά», δηλαδή πολύ μεγαλύτερες ποσότητες από αυτές που θα λάβουν φέτος.
Πρόκειται για κατάφορη αδικία σε βάρος των κατοίκων του Δήμου Μύκης, την οποία η πολιτεία οφείλει άμεσα να επανεξετάσει και να διορθώσει. Και αυτό επιβεβαιώνεται και από το γεγονός πως - στα γειτονικά του Δήμου Μύκης - χωριά της Σταυρούπολης, δόθηκαν 7 «χωρικά», τη στιγμή που στον εμφανώς πολυπληθέστερο Δήμο Μύκης των 15.000 κατοίκων, δόθηκαν μόλις 2.
Κατόπιν όλων των παραπάνω, ερωτάται ο αρμόδιος Υπουργός:
1.Τι προτίθεστε να κάνετε, ώστε να άρετε την αδικία σε βάρος των κατοίκων του Δήμου Μύκης, για να αυξηθούν τα κονδύλια και να διατεθούν και σε αυτούς, από το Δασαρχείο Ξάνθης, οι τόσο απαραίτητες ποσότητες ξυλείας (καυσόξυλων), για τον δύσκολο χειμώνα που έχουν μπροστά τους;
2.Ποια άλλα μέτρα σκέφτονται στην κυβέρνηση να υιοθετήσουν, ώστε να αντιμετωπίσουν την ενεργειακή φτώχεια με την οποία βρίσκονται αντιμέτωπα τα νοικοκυριά συνολικά στον νομό Ξάνθης, πόσο μάλλον στον ορεινό Δήμο Μύκης, που οι ανάγκες είναι ιδιαίτερα αυξημένες;
Επιμέλεια: Δέσποινα Κουγιουμτζόγλου