Εκοιμήθη ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος

Έφυγε από τη ζωή το πρωί του Σαββάτου 25 Ιανουαρίου, σε ηλικία  95 ετών, ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας Αναστάσιος, ο οποίος άφησε την τελευταία του πνοή στο νοσοκομείο «Ευαγγελισμός», όπου νοσηλευόταν από τις 3 Ιανουαρίου

H ανακοίνωση  της Αρχιεπισκοπής:

 «Εκοιμήθη εν Κυρίω ο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κυρός Αναστάσιος.

Η Ορθόδοξος Αυτοκέφαλος Εκκλησία της Αλβανίας με βαθύτατη οδύνη αναγγέλλει την εις Κύριον εκδημία του Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας κυρού Αναστασίου.

 Ο Μακαριώτατος εκοιμήθη σήμερα, 25 Ιανουαρίου 2025, στις 8:30 π.μ. (ώρα Ελλάδος) σε ηλικία 95 ετών, στο Νοσοκομείο “Ο Ευαγγελισμός” των Αθηνών συνεπεία πολυοργανικής ανεπαρκείας.

Είχε προηγηθεί πολυήμερη νοσηλεία στο Νοσοκομείο “Υγεία” των Τιράνων.

Καλούμε το χριστεπώνυμο πλήρωμα της Εκκλησίας της Αλβανίας να προσεύχεται για την ανάπαυση της ψυχής του εκλιπόντος Προκαθημένου.

Ο μακαριστός Αρχιεπίσκοπος κυρός Αναστάσιος υπήρξε ο αναστηλωτής και ανακαινιστής της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, την οποία ανέστησε κυριολεκτικώς εκ των ερειπίων μετά την πτώση του αθεϊστικού καθεστώτος.

 Με το θεόπνευστο όραμα και την ακάματη εργασία του, ανοικοδόμησε εκ βάθρων την εκκλησιαστική ζωή, ανήγειρε εκατοντάδες ναούς, συνέστησε εκπαιδευτικά και φιλανθρωπικά ιδρύματα και ανέδειξε νέο κλήρο, προσφέροντας αδιάλειπτη θυσιαστική διακονία επί 33 και πλέον έτη.


Αιωνία αυτού η μνήμη!»

Το Βιογραφικό του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας Αναστασίου

Ο Αρχιεπίσκοπος Αναστάσιος, κατά κόσμον Αναστάσιος Γιαννουλάτος (γεννηθείς 4 Νοεμβρίου 1929) υπήρξε Έλληνας Ορθόδοξος κληρικός, θεολόγος, συγγραφέας, και πρώην καθηγητής πανεπιστημίου. Ήταν ο προκαθήμενος της Ορθόδοξης Εκκλησίας της Αλβανίας, την οποία ανασύστασε το 1992, με τον τίτλο Αρχιεπίσκοπος Τιράνων, Δυρραχίου και πάσης Αλβανίας. Ήταν, επίσης, ένας από τους προέδρους της κεντρικής επιτροπής του Παγκόσμιου Συμβουλίου Εκκλησιών και επίτιμος πρόεδρος της Παγκόσμιας Διάσκεψης Θρησκευμάτων για την Ειρήνη. Έχει διατελέσει τιτουλάριος επίσκοπος και μητροπολίτης Ανδρούσης και Γενικός Διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.

 

Γεννήθηκε το 1929 στον Πειραιά και ήταν απόφοιτος του B’ Γυμνασίου Αρρένων Αθηνών. Μετά την ολοκλήρωση των εγκύκλιων μαθημάτων του, σπούδασε στη Θεολογική Σχολή Αθηνών του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου όπου και έλαβε το πτυχίο του το 1952. Παράλληλα με τις θεολογικές του σπουδές αναμείχθηκε με οργανώσεις ορθόδοξης νεολαίας. Το 1959 ίδρυσε και διεύθυνε το πρώτο ιεραποστολικό περιοδικό στην Ελλάδα με τίτλο Πορευθέντες, και τρία χρόνια αργότερα το ομότιτλο «Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο», από το οποίο ξεκίνησε η ελληνόφωνη ιεραποστολική αφύπνιση κατά τον 20ό αιώνα. Το 1960 χειροτονήθηκε Διάκονος και Πρεσβύτερος, ενώ το 1964 χειροθετήθηκε Αρχιμανδρίτης. Παράλληλα ξεκίνησε ιεραποστολικές εξορμήσεις στην Αφρική και κυρίως στην Ουγκάντα. Εκεί έμαθε τις τοπικές διαλέκτους, αναγκάστηκε όμως να αποχωρήσει όταν προσβλήθηκε από ελονοσία. Στη συνέχεια έκανε μεταπτυχιακές σπουδές στις Φιλοσοφικές Σχολές του Πανεπιστημίου του Αμβούργου και του Μαρβούργου στη Γερμανία (1965-1969) ως υπότροφος του γερμανικού Ιδρύματος Alexander von Humboldt, στη θρησκειολογία, την εθνολογία και την ιεραποστολική. Ακόμη, κατείχε εντολή διδασκαλίας του μαθήματος της νεοελληνικής γλώσσας και φιλολογίας στο Πανεπιστήμιο Μαρβούργου στη Γερμανία (1966-69).

 

Μετά την επιστροφή του στην Αθήνα οργάνωσε και διηύθυνε το Διορθόδοξο Ιεραποστολικό Κέντρο «Πορευθέντες» καθώς επίσης και το Διορθόδοξο Κέντρο της Εκκλησίας της Ελλάδος στην Αθήνα (1971-1975). Η προσφορά του αναγνωρίστηκε σύντομα με τη χειροτονία του σε επίσκοπο Ανδρούσης το 1972. Τον ίδιο χρόνο ορίστηκε έκτακτος καθηγητής Ιστορίας των Θρησκευμάτων[στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Διευθυντής του Τομέα Θρησκειολογίας και Κοινωνιολογίας (1983-1986), από το 1976 τακτικός καθηγητής και κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών από το 1983 έως το 1987. Κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στο Πανεπιστήμιο, υπήρξε ακόμη Αντιπρόεδρος της Εφορείας Πανεπιστημιακής Λέσχης (1978-79 και 1983-86), πρόεδρος της «Επιτροπής Συμπαραστάσεως Κυπριακού Αγώνος» του Πανεπιστημίου Αθηνών (1975-84), μέλος της Επιτροπής Ερευνών του Πανεπιστημίου Αθηνών (1986-90) και του ΔΣ του Kέντρου Μεσογειακών και Αραβικών Σπουδών (1978-82). Αποχώρησε από το Πανεπιστήμιο Αθηνών το 1997 όταν και ονομάστηκε ομότιμος καθηγητής.

 

Έγινε επίσης γενικός διευθυντής της Αποστολικής Διακονίας της Εκκλησίας της Ελλάδος και ίδρυσε το ιεραποστολικό περιοδικό Πάντα τα Έθνη, το οποίο διεύθυνε από το 1981 μέχρι το 1991. Παράλληλα ανέπτυξε και επιστημονική δραστηριότητα. Το 1981, μετά την πλήρη αποκατάσταση της υγείας του, ανεχώρησε και πάλι για την Αφρική, αυτή τη φορά ως Μητροπολίτης Ανατολικής Αφρικής. Η δικαιοδοσία του εκεί περιελάμβανε την Κένυα, την Ουγκάντα και την Τανζανία, όπου πραγματοποίησε τεράστιο έργο αναφορικά με τη λειτουργία της εκεί Εκκλησίας. Μετά από 10 χρόνια επέστρεψε στην Αθήνα.

 

Στην Αλβανία

Αρχικά υπήρξε Πατριαρχικός Έξαρχος εν Αλβανία (Ιανουάριος 1991 – Ιούνιος 1992) και στη συνέχεια Τιτουλάριος Μητροπολίτης Ανδρούσης (Aύγουστος 1991 – Ιούνιος 1992). Από τις 24 Ιουνίου 1992 ήταν Αρχιεπίσκοπος Τιράνων και πάσης Αλβανίας. Το εκκλησιαστικό έργο του Αναστασίου κορυφώθηκε με την αποστολή που του ανέθεσε το Οικουμενικό Πατριαρχείο για την εκ των ερειπίων αναστήλωση της Ορθοδόξου Αυτοκεφάλου Εκκλησίας της Αλβανίας, η οποία είχε καταρρεύσει ύστερα από τον επί 46 έτη διωγμό του μοναδικού «αθεϊστικού κράτους» της υφηλίου. Τα τελευταία χρόνια, ο Αναστάσιος, επιχείρησε να ανασυγκροτήσει την Εκκλησία της Αλβανίας. Ως αποτέλεσμα του έργου του συγκροτήθηκαν πάνω από 400 ενορίες, ενώ ίδρυσε τη Θεολογική-Ιερατική Σχολή (Ακαδημία) «Ανάστασις» στο Δυρράχιο (1992), το Εκκλησιαστικό Λύκειο «Tίμιος Σταυρός» στο Αργυρόκαστρο (1998) και στο Σουκθ-Δυρράχιο (2007), τα οποία σήμερα λειτουργούν σε ιδιόκτητα συγκροτήματα, και 50 Κέντρα Νεολαίας σε διάφορες πόλεις. Mόρφωσε και χειροτόνησε 145 νέους κληρικούς, ενώ φρόντισε για την έκδοση λειτουργικών και άλλων θρησκευτικών βιβλίων. Συνέστισε Τεχνική Υπηρεσία στην Εκκλησία της Αλβανίας και μερίμνησε για την ανοικοδόμηση 150 νέων ναών, την αναστήλωση 70 μοναστηριών και εκκλησιών-πολιτιστικών μνημείων και την επισκευή 160 ναών και 45 εκκλησιαστικών κτιρίων (Αρχιεπισκοπή, Μητροπόλεις, σχολεία, κλινικές, ξενώνες, κατασκηνώσεις νεολαίας, κ.α.), στο σύνολο 425 κτίρια. Θεμελίωσε το πρώτο γυναικείο μοναστήρι (Σκήτη των Αγίων Μυροφόρων), στο οποίο ασκητεύει από το 2011 μία μοναχή.

Ανέπτυξε τη φιλανθρωπική μέριμνα της Εκκλησίας, με διανομή εκατοντάδων τόνων τροφίμων, ιματισμού, φαρμάκων. Ίδρυσε την πρώτη ορθόδοξη αλβανική εφημερίδα (Ngjallja), το παιδικό περιοδικό Gëzohu (Χαίρε), το νεανικό περιοδικό Kambanat (Καμπάνες), την επιστημονική επιθεώρηση Kërkim (Αναζήτηση), το δελτίο «News from Orthodoxy in Albania», και Ραδιοφωνικό σταθμό.[3] Μερίμνησε για τη δημιουργία Εργαστηρίων της Εκκλησίας (τυπογραφείο, κηροπλαστείο, ξυλουργείο, εργαστήρια αγιογραφίας και αποκαταστάσεως εικόνων) και πραγματοποίησε αγώνες για τη διεκδίκηση της εκκλησιαστικής περιουσίας.

 

Παράλληλα με την ανασύσταση της Ορθοδόξου Εκκλησίας, ανέπτυξε προγράμματα στους τομείς εκπαιδεύσεως, υγείας, κοινωνικής προνοίας, αγροτικής αναπτύξεως, πολιτισμού και οικολογίας. Στην κρίση του Κοσσυφοπεδίου (1999) οργάνωσε ανθρωπιστικό πρόγραμμα με το οποίο βοήθησε 33.000 περίπου πρόσφυγες σε διάφορα μέρη της Αλβανίας.

Συνέδεσε την Εκκλησία της Αλβανίας με διεθνείς Εκκλησιαστικούς Οργανισμούς. Κατά την ένταση μεταξύ Ελλάδος και Αλβανίας συνέβαλε στην εκτόνωσή της και στην προσέγγιση των δύο χωρών. Με τις πρωτοβουλίες αυτές δόθηκε εργασία σε χιλιάδες ανθρώπους, δημιουργήθηκαν σοβαρά έργα κοινωνικής υποδομής και η Ορθόδοξη Εκκλησία της Αλβανίας αναδείχθηκε σε πολυδύναμο πνευματικό και αναπτυξιακό παράγοντα. Συγχρόνως αγωνίστηκε για την άμβλυνση των αντιθέσεων στα Βαλκάνια. Η δράσεις του αυτές τον οδήγησαν ώστε να είναι υποψήφιος για το Βραβείο Νόμπελ Ειρήνης το 2000.

Διεθνής διεκκλησιαστική δραστηριότητα

Διετέλεσε γενικός γραμματέας της «Εκτελεστικής Επιτροπής διά την Εξωτερικήν Ιεραποστολήν» του «Συνδέσμου» (1958-61), Αντιπρόεδρος του Διεθνούς Οργανισμού Ορθοδόξου Νεολαίας «Σύνδεσμος» (1964-77), Mέλος της Διεθνούς «Επιτροπής για ιεραποστολικές μελέτες» του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (ΠΣΕ, 1963-69) και Γραμματέας για την «Ιεραποστολική έρευνα και τις σχέσεις με τις Ορθόδοξες Εκκλησίες» στη Γενική Γραμματεία του ΠΣE (Γενεύη, 1969-71). Έλαβε μέρος στις Συνελεύσεις Παγκοσμίου Ιεραποστολής και Ευαγγελισμού (Μεξικό 1963, Μπανγκόκ 1973, Μελβούρνη 1980, Σαν Αντόνιο 1989) και τις Συνελεύσεις του ΠΣΕ (Ουψάλα 1968, Ναϊρόμπι 1975, Βανκούβερ 1983, Καμπέρα 1991, Χαράρε 1998, Πόρτο Αλέγκρε 2006).

 

Υπήρξε μέλος πολλών διεθνών επιστημονικών επιτροπών, όπως: της «Γερμανικής Εταιρείας για την Ιεραποστολική», της «Διεθνούς Εταιρείας Ιεραποστολικών Μελετών», της Διαχριστιανικής Επιτροπής ΠΣE για το διάλογο με άλλες θρησκείες και ιδεολογίες (1975-83), της Μικτής Επιτροπής του «Συμβουλίου των Ευρωπαϊκών Εκκλησιών» και της Συνελεύσεως των Ρωμαιοκαθολικών Επισκόπων «Islam in Europe» Committee (1989-91) και του «Διεθνούς Συμβουλίου» του World Conference on Religion and Peace (1985-1994).[5]

Από το 1959 μετείχε ενεργώς σε αρκετά διεθνή συνέδρια, διορθόδοξες, διαχριστιανικές και διαθρησκειακές συσκέψεις, εκπροσωπώντας την Εκκλησία ή την επιστήμη σε διαφόρους διεθνείς Οργανισμούς. Έχει δώσει διαλέξεις σε διάφορα πανεπιστημιακά κέντρα του εξωτερικού, σχετικά με τη σύγχρονη χριστιανική σκέψη, τον διαθρησκειακό διάλογο, την παγκόσμια αλληλεγγύη και ειρήνη. Ήταν επίτιμο μέλος του Kuratorium του Ρωμαιοκαθολικού Ιδρύματος Pro Oriente, Βιέννη (1989)[3], Πρόεδρος-Συντονιστής της Commission on World Mission and Evangelism του ΠΣE (1984-1991), μέλος της Κεντρικής Επιτροπής του ΠΣE (1998 – 2006) και της Επιτροπής «Πίστις και Tάξις» (2000 – 2006). Ακόμη ήταν μέλος των European Council of Religious Leaders/Religions for Peace (ECRL) (2001) και Council of 100, Παγκόσμιο Οικονομικό Φόρουμ, Νταβός (2003), αντιπρόεδρος της Conference of European Churches (2003), Πρόεδρος του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών (2006) και Επίτιμος Πρόεδρος της «Παγκοσμίου Διασκέψεως των Θρησκειών για την Ειρήνη» (2006).

Τιμητικές διακρίσεις

Ήταν ανεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας Αθηνών από το 1993 έως το 2005 και έκτοτε ήταν επίτιμο μέλος της. Έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ Θεολογίας: της Θεολογικής Σχολής του Τιμίου Σταυρού, ΗΠΑ (1989), του Τμήματος Θεολογίας της Θεολογικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (1995) και του St. Vladimir’s Theological Seminary (2003)[11] και του Πανεπιστημίου Κραϊόβας (2006). Ακόμη είναι επίτιμο μέλος της Θεολογικής Ακαδημίας Mόσχας (1998) και εταίρος της Ορθοδόξου Ακαδημίας Κρήτης (2001). Έχει λάβει Δίπλωμα π. Δημητρίου Στανιλοάε (η ανώτερη θεολογική διάκριση) του Πανεπιστημίου Βουκουρεστίου (2003). Ακόμη έχει αναγορευθεί επίτιμος διδάκτωρ Φιλοσοφίας: του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (1996), του Γεωπονικού Πανεπιστημίου Αθηνών (1996), του Τμήματος Πολιτικής Επιστήμης και Δημόσιας Διοίκησης της Σχολής των Νομικών, Οικονομικών και Πολιτικών Επιστημών του Πανεπιστημίου Αθηνών και όλων των Τμημάτων της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών (1998), του Τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς (2001), του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Κρήτης (2002), των Τμημάτων Φυσικής, Ιατρικής, Δημοτικής Εκπαιδεύσεως και Πολιτικών μηχανικών του Πανεπιστημίου Πατρών (2004), του Πανεπιστημίου Βοστώνης (2004), των Τμημάτων Ιατρικής και Γεωπονίας του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας. Επίσης έχει λάβει το Χρυσούν Μετάλλιον (η ανώτατη διάκριση) του ως άνω Πανεπιστημίου (2005). Τέλος, έχει υπάρξει επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Ιστορίας του Ιονίου Πανεπιστημίου (2007), του Πανεπιστημίου Κορυτσάς (2008), του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας καθώς και εκείνου της Γλώσσας, Φιλολογίας και Πολιτισμού των Παρευξείνιων Λαών του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (2009).

 

Επίσης, έχει παρασημοποιηθεί με τον Μεγαλόσταυρο του Τάγματος της Τιμής της Ελληνικής Δημοκρατίας από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Στεφανόπουλο, το Μεγαλόσταυρο της Ρουμανικής Δημοκρατίας, το Σταυρό του Αποστόλου Ανδρέου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το Μεγαλόσταυρο του Τάγματος των Ορθοδόξων Σταυροφόρων του Παναγίου Τάφου του Πατριαρχείου Ιεροσολύμων, τον Τίμιο Σταυρό του Αποστόλου και Ευαγγελιστού Μάρκου Α΄ του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, το Σταυρό του Ισαποστόλου Βλαδιμήρου Α΄ του Πατριαρχείου Ρωσίας, το Μεγαλόσταυρο του Αποστόλου Παύλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, το Σταυρό των Αγίων Κυρίλλου και Μεθοδίου της Ορθοδόξου Εκκλησίας Τσεχίας και Σλοβακίας, το Σταυρό της Αγίας Αικατερίνης της Ιεράς Μονής Σινά, το χρυσό Σταυρό μετά δαφνών του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού, το Αργυρό μετάλλιο της Ακαδημίας Αθηνών και το χρυσό κλειδί της Αθήνας, της Θεσσαλονίκης και της Λαμίας μεταξύ άλλων.

Στις 14 Φεβρουαρίου 2020 το Ρωμαιοκαθολικό Κίνημα Φοκολιάρ, με 140.000 μέλη σε 180 χώρες, του απένειμε το διεθνές βραβείο «Κλάους Χέμερλε» (ο οποίος ήταν Επίσκοπος Άαχεν και καθηγητής Φιλοσοφίας των Θρησκειών) αναγνωρίζοντας την ιδιαίτερη συμβολή του στην εδραίωση της ειρηνικής συνύπαρξης και της συνεργασίας των θρησκευτικών κοινοτήτων σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία. Λίγα από τα λόγια του Μακαριωτάτου κατά τη βράβευσή του: «Το αντίδοτο στον εγωκεντρισμό, που τορπιλίζει την ειρηνική συμβίωση, είναι η ενδυνάμωση της αγάπης μέσα στις καρδιές των ανθρώπων, μέσα στην κοινωνία. Μιας πολυδιάστατης αγάπης, που δεν περιορίζεται από σύνορα, προκαταλήψεις ή άλλες διακρίσεις. Προς αυτή την κατεύθυνση καλείται να συμβάλει η υγιής θρησκευτική συνείδηση.»

Ο Αναστάσιος είχε πλούσιο συγγραφικό έργο  με πλήθος βιβλίων, άρθρων και δημοσιεύσεων.

 

 

 

 

 

 

 

Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου

Θρησκευτικά
Κοινωνικά
Τοπικά