Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου
-Εργοστάσια καύσης σκουπιδιών: Μια «τοξική» πολιτική για την υγεία, το περιβάλλον και το εισόδημα των πολιτών
-Σε Ξάνθη ή Ροδόπη το ένα εκ των έξη προβλεπόμενων εργοστασίων
Τέθηκε σε «διαβούλευση» από την 1η Αυγούστου (με καταληκτική ημερομηνία την 17η Οκτωβρίου) το σχέδιο για τη λειτουργία εργοστασίων καύσης σκουπιδιών σε όλη την Ελλάδα. Πρόκειται για τη Στρατηγική Μελέτη Περιβαλλοντικών Επιπτώσεων (ΣΜΠΕ) που αφορά το «Σχέδιο για τη δημιουργία Δικτύου Μονάδων Ενεργειακής Αξιοποίησης ΑΕΠΥ» στην Ελλάδα. Δηλαδή την καύση των λεγόμενων Απορριμματογενών Ενεργειακών Πρώτων Υλών (ΑΕΠΥ), που προέρχονται από επεξεργασμένα Αστικά Στερεά Απόβλητα και υπολείμματα που προορίζονται για καύση (RDF, SRF και μίγματα υλικών).
Το σχέδιο προβλέπει τη δημιουργία 6 εργοστασίων, μεταξύ των οποίων και ένα στην Ξάνθη ή στη Ροδόπη, που θα δέχεται 62.000 τόνους/έτος από τις Μονάδες Ανακύκλωσης – Ανάκτησης (ΜΑΑ) Βόρειου Έβρου, Σαμοθράκης, Αλεξανδρούπολης, Ξάνθης και Καβάλας (τα άλλα προβλέπονται να γίνουν στην Κοζάνη, στην Αρκαδία, Αχαΐα ή Ηλεία, στη Βοιωτία, στην Αττική, και στο Ηράκλειο).
Στόχος της κυβέρνησης είναι όλο αυτό το δίκτυο συλλογής-καύσης να τεθεί σε λειτουργία το 2029. Ισχυρίζεται δε (η κυβέρνηση και η Μελέτη) ότι με το σχέδιο αυτό θα επιτευχθεί η δραστική μείωση της ταφής των απορριμμάτων και μάλιστα κατά τρόπο συμβατό με την κατεύθυνση επαναχρησιμοποίησης-ανακύκλωσης, θα προκύψουν περιβαλλοντικά οφέλη με περιορισμό υγρών και αερίων αποβλήτων και μειωμένες εκπομπές άνθρακα, θα υπάρξει ενεργειακή αξιοποίηση, και θα έχουμε οικονομικό όφελος για τους πολίτες.
Αν εξαιρέσουμε την μείωση του προς ταφή κλάσματος απορριμμάτων (για να πιαστούν οι στόχοι που απαιτεί η ΕΕ), σε όλα τα υπόλοιπα θα έχουμε τα αντίθετα από τα προαναφερθέντα αποτελέσματα. Είναι συνήθεια άλλωστε των καιρών (στην πραγματικότητα σαν αποτέλεσμα της αδυναμίας του λαϊκού κινήματος να υπερασπίσει τα ζωτικά του συμφέροντα) να αντιστρέφονται οι έννοιες. Έτσι οι ανεμογεννήτριες (συνήθως σε καμένα δάση και δασικές εκτάσεις) ονομάζονται «πράσινη ανάπτυξη», ενώ -κατά τον ίδιο τρόπο- η επιβολή του 13ωρου με το νέο νομοσχέδιο Κεραμέως, παρουσιάζεται ως διευκόλυνση των εργαζομένων για την επιλογή του χρόνου εργασίας (!!). Αλλά ας τα δούμε συγκεκριμένα:
α. Τα εργοστάσια καύσης όχι μόνο δεν εξυπηρετούν την κατεύθυνση επαναχρησιμοποίησης-ανακύκλωσης, που έτσι κι αλλιώς καρκινοβατεί στη χώρα μας, αλλά την αντιστρατεύονται πλήρως. Το υψηλό κόστος κατασκευής και λειτουργίας των μονάδων καύσης, η ανάγκη για συνεχή σταθερή ροή πρώτων υλών (απορριμμάτων) και φυσικά η λογική των «ιδιωτικοοικονομικών» κριτηρίων που διέπει το όλο σχέδιο, δημιουργεί συνεχή πίεση για αύξηση των προς καύση απορριμμάτων και άρα μείωση των άλλων κλασμάτων.
β. Η καύση απορριμμάτων (ακόμα και σε σύγχρονες μονάδες) εκπέμπει διοξίνες, φουράνια, βαρέα μέταλλα και άλλους τοξικούς ρύπους στην ατμόσφαιρα και παράλληλα παράγει στερεά υπολείμματα καύσης και τέφρα φίλτρων (ρύποι που συγκρατήθηκαν στα φίλτρα) που είναι πολύ πιο επικίνδυνα στη διαχείριση τους από τα αρχικά απόβλητα. Επιπλέον, κανένα φίλτρο δεν συγκρατεί τα σωματίδια με διάμετρο κάτω των 2,5 μm, που είναι τα πιο διεισδυτικά και επικίνδυνα για την ανθρώπινη υγεία. Ιδιαίτερα όσον αφορά τις διοξίνες, αυτές είναι βιοσυσσωρευτικές, εμβρυοτοξικές, καρκινογόνες και τερατογόνες. Είναι ιδιαίτερα επικίνδυνες για την ανθρώπινη υγεία και το περιβάλλον, ακόμα και σε πολύ μικρές ποσότητες.
Όσον αφορά δε τη μείωση των εκπομπών άνθρακα, ας σημειωθεί ότι από την καύση 1 τόνου απορριμμάτων παράγονται από 0,7 έως 1,7 τόνοι διοξειδίου του άνθρακα (CO2). (Να και μια άλλη πηγή για τη λεγόμενη «χαβούζα» του Πρίνου, την υποθαλάσσια δηλαδή αποθήκευση CO2 στις εγκαταστάσεις της Energean, την ωρολογιακή βόμβα –όπως έχει χαρακτηρισθεί- για όλο το οικοσύστημα και τους ανθρώπους της περιοχής).
γ. Αν στα παραπάνω συνυπολογίσουμε και το γεγονός ότι με την καύση γίνεται κατασπατάληση και όχι ανάκτηση-επαναχρησιμοποίηση ή ανακύκλωση φυσικών πόρων, γίνεται κατανοητό ότι κάθε άλλο παρά έχουμε περιβαλλοντικά οφέλη. Από την άλλη, σε σχέση με το κόστος της παραγόμενης ενέργειας (στην Ευρώπη) είναι σχεδόν διπλάσιο από την αιολική ενέργεια και αντίστοιχο με την ενέργεια καύσης αερίου ή λιγνίτη.
δ. Τέλος, όσον αφορά τον ισχυρισμό για οικονομικό όφελος των πολιτών, η μέχρι τώρα εμπειρία λέει ότι τα ανταποδοτικά τέλη, που θα καταλήξουν στις τσέπες των εταιρειών διαχείρισης, είναι σχεδόν 3πλάσια από αυτά της Υγειονομικής Ταφής.
«Στρατηγικός Σχεδιασμός», της υποταγής και της αρπαχτής
Για τα κράτη μέλη της ΕΕ το 2010, 2013 και 2020 είχαν τεθεί στόχοι μείωσης των απορριμμάτων που κατευθύνονται σε ΧΥΤΑ στο 75%, 50% και 35%, αντίστοιχα (σε σύγκριση με το 1995), ενώ για το 2035 ο πήχης μπήκε στο 10% (μάλιστα η Ελλάδα τον έθεσε μόνη της στο 2030!). Σήμερα, το πραγματικό ποσοστό των απορριμμάτων που οδηγούνται σε ΧΥΤΑ στην Ελλάδα κυμαίνεται μεταξύ 80-90%, περίπου όσο και πριν από δύο δεκαετίες. Έτσι τα ευρωπαϊκά πρόστιμα, τα οποία στο εξής αυξάνονται κλιμακωτά και φυσικά μετακυλούνται στους πολίτες, δημιουργούν ασφυκτικό πονοκέφαλο για τις κυβερνήσεις.
Στην πραγματικότητα κανένας «στρατηγικός εθνικός σχεδιασμός» δεν υπάρχει. Με την πολιτική της αρπαχτής και του μπαλώματος με φαστ τρακ αποφάσεις (στη χώρα του ΟΠΕΚΕΠΕ και του «φραπέ»), επιχειρείται μια εύκολη και γρήγορη λύση για να «φανεί» ότι υπάρχει πορεία προς το στόχο της μείωσης της υγειονομικής ταφής στο 10%. Υποταγή λοιπόν στης επιταγές της ΕΕ και παράλληλα άνοιγμα νέου πεδίου δράσης του κεφαλαίου.
Βέβαια σήμερα, η καύση απορριμμάτων εγκαταλείπεται σταδιακά από το ευρωπαϊκό κεφάλαιο για δύο βασικούς λόγους -που ουδεμία σχέση έχουν με την προστασία του περιβάλλοντος: πρώτον, γιατί τέτοιου είδους επενδύσεις έχουν συχνά αποδειχθεί μη αποδοτικές για το κεφάλαιο και δεύτερον, επειδή η καύση καταστρέφει υλικά – δεν τα επαναχρησιμοποιεί. Αυτό αποτελεί πρόβλημα για μια Ευρώπη που πάσχει από έλλειψη πόρων και χρειάζεται όσο οργανικό υλικό μπορεί να «σώσει». Έτσι, πέρα από το σχέδιο μείωσης του ποσοστού των αποβλήτων που θάβονται στους ΧΥΤΑ, πλέον στα ευρωπαϊκά σαλόνια συζητείται και η μείωση της καύσης, με αποτέλεσμα η κατασκευή μονάδων καύσης να μην χρηματοδοτείται πλέον από την ΕΕ.
Είναι λοιπόν διατεθειμένη η ελληνική κυβέρνηση να χρηματοδοτήσει με ίδιους πόρους τη δημιουργία των εργοστασίων καύσης (πάνω από 1 δισ. ευρώ) και να δεσμευτεί με μακροχρόνιες συμβάσεις 25-30 ετών με τους ιδιώτες (ΣΔΙΤ) και με εγγυημένη κερδοφορία από το δημόσιο προκειμένου να το πετύχει. Ο μεγάλος ένοχος, η ΕΕ, είναι διατεθειμένη να δείξει τώρα… κατανόηση που προωθείται εκτάκτως η καύση στην περίπτωση της «καθυστερημένης» Ελλάδας. Την ίδια ώρα οι δήμοι (οι δημότες δηλαδή) θα κληθούν να πληρώσουν το μάρμαρο της καύσης μέσω των δημοτικών τελών μαζί με τα πρόστιμα που τρέχουν, και παράλληλα να υποστούν της αρνητικές επιπτώσεις στην υγεία τους και στο περιβάλλον.
Έτσι η «ωρολογιακή βόμβα» της αποθήκευσης διοξειδίου του άνθρακα στα δυτικά του νομού μας (Πρίνος Καβάλας) και τα «χρυσορυχεία του θανάτου» στα ανατολικά (Πέραμα Έβρου, Σάπες Ροδόπης) δένονται με ένα έργο «πράσινης ανάπτυξης». Το ζητούμενο είναι να «δέσουν» και οι αντιστάσεις των λαϊκών ανθρώπων της περιοχής μας, για την ακύρωση της κυβερνητικής πολιτικής, με καθολική και αποφασιστική άρνηση των εργοστασίων καύσης, χωρίς ταλαντεύσεις και «ρεαλιστικές» προτάσεις για «καλύτερη διαχείριση», ή τοπικιστικές περιχαρακώσεις. Το σύνθημα «Όχι στα εργοστάσια καύσης – Να μην περάσει το σχέδιο του ΥΠΕΝ» είναι το μόνο που μπορεί να εκφράσει τον δίκαιο αγώνα του λαού για το δικαίωμα στον καθαρό αέρα, την υγεία και τη ζωή.
Χατζησάββας Στέφανος
Συντ. Χημικός Μηχανικός – Στέλεχος του ΚΚΕ(μ-λ)
Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου