Ο πιανίστας Στέφανος Πολιτσάκης στην «Όμορφη πόλη»…

Ένας μουσικός της νέας γενιάς που ζει στο εξωτερικό μιλά στην πρωινή εκπομπή της «Όμορφης πόλης» και στον Τηλέμαχο Αρναούτογλου για την πανδημία και την εορταστική περίοδο που διανύουμε, την τέχνη και την επαγγελματική αποκατάσταση…

Τα… παραπάνω «ζευγάρια» δείχνουν εν πρώτοις αντιφατικά κι αταίριαστα, όμως η εποχή που ζούμε, ίσως τελικά να είναι ο απόλυτος «καμβάς», για να συμπορευθούν χωρίς προβλήματα…

Ο Στέφανος Πολιτσάκης ζει τα τελευταία πέντε χρόνια στην Αγγλία, όπου και σπουδάζει και ερμηνεύει κλασική μουσική… Στο μικρό, ακόμα, ταξίδι της ζωής του -είναι 32 ετών- κατάφερε να προβληματιστεί αρκετά για το τι δρόμο θα έπρεπε να διαλέξει, μέχρι τελικά να αφεθεί σε αυτό που τα έξι του χρόνια «έδειχναν» με την ανάλογη απλότητα: να παίζει πιάνο…

Η κουβέντα ξεκίνησε για την πανδημία και τις διαφορές που ένας Έλληνας μπορεί να διακρίνει ανάμεσα στο ελληνικό και βρετανικό σύστημα αντιμετώπισης, με τον μουσικό να αποκαλύπτει ότι για τους Άγγλους τα πράγματα φαίνεται να είναι πιο καθαρά, σε σχέση με τους Έλληνες που αντιδρούν και βλέπουν πίσω από την καλή πρόθεση τον… καταναγκασμό.

Στη συνέχεια, μιλάει για την αρχική αδράνεια που προκάλεσε το αυστηρό λοκντάουν στην καλλιτεχνική κοινότητα, η οποία, ωστόσο, όπως τονίζει, βρήκε -τουλάχιστον ένα μεγάλο κομμάτι- τον βηματισμό της. «Δημιουργική διάθεση υπάρχει, πάντα. Απλώς οι καλλιτέχνες είναι άνθρωποι κι ο καθένας λειτουργεί διαφορετικά», σημειώνει.

Κι επειδή και οι καλλιτέχνες δε διαφέρουν από εμάς, τους κοινούς θνητούς, τουλάχιστον σε αυτό το μέγιστο ζήτημα, που αντιμετωπίζουμε τα τελευταία δύο χρόνια, ο ίδιος ενδιαφέρεται πολύ για τον τρόπο, με τον οποίο εξελίσσεται η κατάσταση. Ενημερώνεται συνεχώς -απλώς, πολλές φορές προβληματίζεται και κάποιες άλλες νιώθει μια αμηχανία, με όσα ακούει και αντιλαμβάνεται. «Πιστεύω ότι τα επιστημονικά δεδομένα φιλτράρονται με τρόπο ώστε να γίνουν πολιτικές οδηγίες τις οποίες καλούμαστε να ακολουθήσουμε όλοι και είναι ενδιαφέρον, πώς αυτά τα δεδομένα, τελικά φτάνουν στους πολίτες με διαφορετική προσέγγιση, από χώρα σε χώρα κι από ήπειρο σε ήπειρο»…

Η κουβέντα εξελίσσεται με τα χρόνια που ο ίδιος έμπαινε στη διαδικασία να «κοιτάξει το μέλλον του». Η πρώτη του επιλογή ήταν η εισαγωγή σε μια στρατιωτική σχολή όμως ένα ατύχημα «έκλεισε» αυτήν την πόρτα. Η επιλογή του, όπως λέει, ήταν το δεύτερο πεδίο στο οποίο είχε έφεση: τις θετικές επιστήμες. Εισάγεται στο Μετσόβιο, στο τμήμα Εφαρμοσμένων Μαθηματικών και Φυσικών Επιστημών και περνά μια υπέροχη περίοδο -και όχι μόνον εξαιτίας της φοιτητικής ζωής, αλλά και γιατί το αντικείμενο τον ικανοποιεί βαθιά…

Γρήγορα θα συμμετάσχει στα μουσικά σύνολα του Πολυτεχνείου κι εκεί θα αρχίσει να έρχεται και πάλι στο προσκήνιο, η μεγάλη  ριζωμένη αγάπη για τη μουσική και το πιάνο… «Είχα ευκαιρία να συμμετάσχω σε συναυλίες στην Αθήνα και το εξωτερικό και γνώρισα πολλούς μουσικούς», θυμάται.

Η συμμετοχή του όμως στην Ορχήστρα του Δήμου Αθηναίων, θα είναι καταλυτική. «Τότε είδα ότι για να συνεχίσω να κάνω ΜΟΥΣΙΚΗ, θα έπρεπε να δουλέψω σε μια συγκεκριμένη βάση». Από εκείνη την περίοδο, αναφέρει με έμφαση τη συναυλία στο Κατάρ όπου «ήρθα σε επαφή με πολλούς εξαίρετους μουσικούς, όχι φυσικά μόνο από την Αραβία, αλλά και από ολόκληρο τον κόσμο».

Μια υποτροφία στο Βασιλικό Ωδείο του Μπέρμιγχαμ πριν πέντε χρόνια θα «ανοίξει» τον κόσμο της μουσικής για εκείνον, αν και στο μυαλό του υπάρχει ακόμα, η συνδυαστική διάθεση των ιδιοτήτων. Άλλωστε… «πολλοί Ρώσοι συνθέτες ήταν γιατροί, καθηγητές χημείας», σημειώνει, προσθέτοντας, ωστόσο, πως η μουσική κατάφερε να υπερκαλύψει τις «άλλες δραστηριότητες»…

Είναι όμως ο φόβος της επιβίωσης που μας οδηγεί στην αναζήτηση «σίγουρων μαξιλαριών»; Μήπως τελικά, θα πρέπει να επιλέγουμε να υποστηρίζουμε και να αφιερωνόμαστε στη μία και μοναδική επιλογή; «Όντως. Απαιτεί μεγάλη προσπάθεια. Θα πρέπει κάποιος να είναι αποφασισμένος και να ξέρει τι θέλει για να μπορέσει να το πετύχει» παρατηρεί.

Πάντως, για τον ίδιο, η αρχή μπορεί να ήταν δύσκολη, όμως αρχικά, δεν είχε, όπως με ευκολία ομολογεί, επίγνωση. «Όταν κατάλαβα, “γύρισα” στα πρώτα χρόνια της ζωής μου, στην Κομοτηνή, όπου και γεννήθηκα και είδα πως τα πράγματα ήταν περιορισμένα: δεν υπήρχαν συναυλίες -η ώσμωση της κλασικής μουσικής- και τα μόνα ερεθίσματα έρχονταν από την τηλεόραση, αλλά και από τις συναυλίες που οι ίδιοι, ως σπουδαστές του Ωδείου, δίναμε».

Ο Στέφανος Πολιτσάκης τονίζει πως κατάλληλη οργάνωση στη μουσική παιδεία δεν υπάρχει στη χώρα μας, όπως και σε άλλους τομείς. Θέτει ως παράδειγμα τη δομή και τη λειτουργία μιας ορχήστρας. «Η Ευρώπη αυτήν την παράδοση την κατέχει πολύ καλά και η Αμερική έχει υιοθετήσει το συγκεκριμένο σύστημα που διδάσκεται ουσιαστικά σε πολλά της πανεπιστήμια. Στην Αγγλία από πολύ νωρίς τα παιδιά που αγαπούν τη μουσική μαθαίνουν πώς να συνυπάρχουν σε μια ορχήστρα -αυτό είναι το πρώτο βήμα και αυτή η εκπαίδευση φτάνει ως και τη στιγμή που κάποιος θα πάει στο Ωδείο και μπορεί να συνεχίσει μέχρι και σε επίπεδο μεταπτυχιακού ή διδακτορικού. Η δομή και η λειτουργία μιας ορχήστρας είναι επιστήμη», υπογραμμίζει.

Για τον ίδιο, πάντως, η επαφή του με το αγγλικό Ωδείο ήταν μια… ψυχρολουσία: Αισθανόμουν σαν…  “αγγούρι”. Δεν ήξερα τίποτα και ένιωθα πως είχα χάσει λίγο το τρένο της μουσικής. Πήγα εκεί και έπρεπε να ξαναμπώ σε αυτόν τον τρόπο λειτουργίας. Φυσικά ένιωθα ότι έχω χάσει και πολλές ευκαιρίες κι όλο αυτό, μέσα μου σήμαινε πολλή και εντατική δουλειά, η οποία φυσικά και με “δικαίωσε”. Γιατί όσο σκληρή ή πολλή ήταν αυτή η δουλειά ποτέ δε με κούρασε… Άρα σωστά επέλεξα… Κι άρα σωστά συνέχιζα να προσπαθώ και να προσπαθώ όλο και περισσότερο…», επισημαίνει.

Πέντε χρόνια μετά έχει αρκετές διακρίσεις να επιδείξει σε διεθνές επίπεδο.

Τελευταία κυκλοφόρησε ένα ψηφιακό άλμπουμ με μουσική για πιάνο, που κυκλοφορεί στις 24 διαθέσιμες πλατφόρμες. Διανεμήθηκε από την Orpheus Classics,  δισκογραφική εταιρία που ασχολείται με παραγωγή και διανομή άλμπουμ κλασικής μουσικής. Το έργο αποτελεί μέρος της πτυχιακής του εργασίας που έγινε στο Βασιλικό Ωδείο του Μπέρμιγχαμ. «Δεν είναι μια δουλειά που παρήχθη τώρα. Παρουσιάστηκε μια ευκαιρία να βγει και είμαι πολύ χαρούμενος γι’ αυτό».

Πρόκειται για τα πρελούδια για πιάνο του Σκριάμπιν -Ρώσος συνθέτης γεννημένος το 1872, ο οποίος έχει γράψει πολλά έργα για πιάνο και συγκρίνεται συνήθως με τον Σοπέν. «Ένα πολύ μικρό κομμάτι από το τεράστιο έργο του είναι αυτά τα πρελούδια τα οποία προορίζονταν κυρίως για εκτελέσεις σε μικρούς, οικιακούς χώρους, γραμμένα στα 1891-93. Το άλλο μέρος, είναι πάλι από την ευρύτερη περιοχή της Ρωσίας, είναι η σουίτα για πιάνο του Αράμ Καχατουριάν, ενός Αρμένιου συνθέτη του 20ου αιώνα, γεννημένου το 1903. Ο Καχατουριάν εκτός από πιανίστας ήταν φλαουτίστας και βιολοντσελίστας και η μουσική του, όπως και πολλών Ρώσσων είναι εμπνευσμένη από την παραδοσιακή μουσική των λαών της Ρωσίας και στη συνέχεια, της Σοβιετικής Ένωσης».

Για το συγκεκριμένο έργο, ο Στέφανος Πολιτσάκης χρειάστηκε να κάνει μια έρευνα, για να βρει ολόκληρο το έργο που συναποτελούσε τη σουίτα για πιάνο του Ρώσου μουσικού, καθώς ο συνθέτης δεν την εξέδωσε ποτέ στο σύνολό της. «Είναι μια διαδικασία (η έρευνα) που έχει γίνει και από άλλους μουσικούς. Βρήκα τα κομμάτια και την παρουσίασα ολοκληρωμένη -βάσει της βιβλιογραφίας που υπήρχε και στήριξε αυτήν την εκτέλεση».

«Το ελκυστικό σε αυτή τη μουσική», συνεχίζει, «είναι ότι το πιάνο καλείται να παίξει σαν τον πρόγονό του, ένα έγχορδο όργανο, που ξύλινα σφυράκια χτυπούν τις χορδές.... το σαντούρι δηλαδή. Οπότε το να γράφεται μια μουσική πάνω σε αυτό το όργανο είναι κάτι σαν… επιστροφή στο σπίτι, στην πατρίδα»…

Ο πιανίστας δεν κρύβει την αγάπη του για τους Ρώσους μουσικούς. «Με έλκυε από παιδί η μουσική της Ρωσίας και της Ανατολικής Ευρώπης. Ίσως, γιατί πολλά έργα έμοιαζαν με τη δική μας παραδοσιακή μουσική», υπογραμμίζει.

Ο «κύκλος» αυτής της συζήτησης έκλεισε, όπως ξεκίνησε: με την πανδημία. «Στην Αγγλία όλα γίνονται ομαλά. Στην Ελλάδα δείχνουν τα πράγματα καταναγκαστικά και κάπου εκεί χάνεται η προσπάθεια που γίνεται για την ανάσχεση της μετάδοσης του ιού. Ο Έλληνας δεν έχει πειστεί πως ό,τι γίνεται είναι ακριβώς γι’ αυτόν τον λόγο… Πιστεύω, ωστόσο, ότι θα τη βρούμε τη λύση, γιατί ποτέ δε σταματήσαμε να το κάνουμε αυτό. Βρίσκουμε, όμως, λύσεις στα προβλήματα, όταν επιχειρούμε με ηρεμία. Αυτό είναι και το κλειδί, νομίζω, σε προσωπικό, κοινωνικό, και πολιτικό επίπεδο»…

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Σύνταξη: Τηλέμαχος Αρναούτογλου

Επιμέλεια: Τηλέμαχος Αρναούτογλου

Κοινωνικά
Πολιτιστικά
Τοπικά