Επιμέλεια: Σοφία Δαληκριάδου
Δύο χαρακτηριστικούς τύπους ανθρώπων μας παρουσιάζει η σημερινή ευαγγελική περικοπή: Ένα Φαρισαίο και έναν Τελώνη που προσεύχονται στο Ναό. Αποτελούν τους δύο αντίθετους πόλους της κοινωνίας της εποχής εκείνης. Ο ένας είναι ο ευσεβής και δίκαιος στα μάτια των ανθρώπων, ο γνώστης του Νόμου. Ο άλλος είναι ο εκπρόσωπος της τάξεως των αμαρτωλών, των ανθρώπων που το επάγγελμά τους ήταν συνυφασμένο με την αρπαγή, την βιαιότητα, την απομύζηση των υπαρχόντων του λαού.
Ας δούμε κατ’ αρχήν την προσευχή του Φαρισαίου: «Ο Θεός, ευχαριστώ σοι ότι ουκ ειμί ώσπερ οι λοιποί των ανθρώπων, άρπαγες, άδικοι, μοιχοί η και ως ούτος ο τελώνης∙ νηστεύω δις του σαββάτου, αποδε-κατώ πάντα όσα κτώμαι». Η προσευχή αυτή είναι έπαινος του εαυτού του και των αρετών του. Απαριθμεί ο Φαρισαίος τα έργα του και αισθάνεται ασύγκριτη υπεροχή έναντι των λοιπών ανθρώπων, τους οποίους γενικά χαρακτηρίζει ως αμαρτωλούς.
Ο Τελώνης συντετριμμένος από τις αμαρτίες του και βλέποντας ότι κάθε δική του πράξη και εκδήλωση συνδέεται με την αμαρτία, ζητεί ταπεινωμένος και κτυπώντας το στήθος του το έλεος του Θεού: «Ο Θεός ιλάσθητί μοι, τω αμαρτωλώ». Δεν κρίνει κανένα, κατακρίνει μόνο τον εαυτό του, τον οποίο βλέπει τελείως χαμένο χωρίς το έλεος του Θεού.
«Δικαιώθηκε», μας λέγει το τέλος της παραβολής, ο ταπεινός Τελώνης και όχι ο υψηλόφρων Φαρισαίος. Διότι «πας ο υψών εαυτόν ταπεινωθήσεται, ο δε ταπεινών Εαυτόν υψωθήσεται».
Η Εκκλησία τοποθετώντας την περικοπή αυτή στην αρχή της εκκλησιαστικής περιόδου του Τριωδίου, θέλει να μας προφυλάξει από τον «υψηλόφρονα λογισμό» του φαρισαίου που μπορεί να φωλιάζει σε κάθε ευσεβή χριστιανό και προβάλει το υπόδειγμα του τελώνη που μετανοιωμένος για τη ζωή του προσεύχεται με συντριβή.
Επιμέλεια: Σοφία Δαληκριάδου