Σαν σήμερα στις 26 Αυγούστου 1919 έφυγε από τη ζωή ο μέγας Γεώργιος Σουρής// Γράφει ο Θανάσης Μουσόπουλος

Σαν σήμερα στις 26 Αυγούστου 1919 έφυγε από τη ζωή ο μέγας Γεώργιος Σουρής- ένα κείμενό μου - αφιέρωμα στον διαχρονικό ποιητή

Ο Γεώργιος Σουρής (Ερμούπολη, 2 Φεβρουαρίου 1853 - Νέο Φάληρο, 26 Αυγούστου 1919) ήταν Έλληνας σατιρικός ποιητής και ένας από τους σπουδαιότερους της νεότερης Ελλάδας, έχοντας χαρακτηριστεί ως «σύγχρονος Αριστοφάνης». Κατά τη διάρκεια της ζωής του προτάθηκε για Βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας συνολικά 5 φορές.

ΠΑΡΚΟ ΤΗΣ ΧΙΟΥ ΜΕ ΤΙΣ ΠΡΟΤΟΜΕΣ ΛΟΓΟΤΕΧΝΩΝ

του Θανάση Μουσόπουλου

Στη Μυροβόλο Χίο είχαμε τη μεγάλη χαρά – και έκπληξη θα έλεγα – να θαυμάσουμε και να περιδιαβούμε ένα πάρκο που είχε πολλές προτομές λογοτεχνών και άλλων προσώπων που συνδέονται με το νησί.

Γ. ΣΟΥΡΗΣ (1853 – 1919)

Ο σατιρικός ποιητής Γιώργος Σουρής – «σύγχρονος Αριστοφάνης» όπως χαρακτηρίστηκε, είχε σχέση με τη Χίο. Η μητέρα του ήταν χιώτισσα, ενώ επίσης το 1881 σε ηλικία 28 ετών την Μαρή Κωνσταντινίδη, από τη Χίο, του γένους Αργέντη Ροδοκανάκη, με την οποία και πέρασε μια ευτυχισμένη ζωή αποκτώντας πέντε παιδιά. Η γυναίκα του επέμενε πως είχε έξι, συμπεριλαμβάνοντας και τον σύζυγό της που "καθώς ήταν αδέξιος και ανέμελος" είχε πραγματική ανάγκη μητρικής στοργής και φροντίδας.

Ο Κωστής Παλαμάς τον αποκαλούσε «γόητα ποιητήν». Να σημειώσουμε ότι ο Παλαμάς στα κείμενά του ασχολείται ιδιαίτερα με την ποίηση του Σουρή, γιατί είχε απήχηση στο κοινό.

Ο Γεώργιος Σουρής γεννήθηκε το 1853 στην Ερμούπολη της Σύρου. Ο πατέρας του με καταγωγή από τα Κύθηρα ήταν έμπορος και η μητέρα του καταγόταν από τη Χίο. Η οικογένειά του ήταν εύπορη και ο πατέρας του ήθελε να τον κάνει παπά. Όταν η οικογένειά του χρεοκόπησε, ο πατέρας του τον έστειλε υπάλληλο στο κατάστημα ενός θείου του σιτέμπορου στη Ρωσία. Ο Σουρής όμως, ξεκίνησε να γράφει κρυφά τους στίχους του στα κατάστιχα και μετά από δύο μήνες αποχώρησε. Όταν ήλθε στην Αθήνα γράφτηκε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ωστόσο, δεν κατόρθωσε να πάρει πτυχίο μετά την απόρριψή του από τον καθηγητή του Σεμιτέλο στο μάθημα της μετρικής, κατ΄ άλλους στα Λατινικά, γεγονός που του στοίχισε πολύ όπως διαπιστώνεται στους εκδικητικούς του στίχους. Για να βγάλει τον επιούσιο παρέδιδε μαθήματα και δημοσιογραφούσε. Οι πρώτοι σατιρικοί του στίχοι δημοσιεύτηκαν στα περιοδικά "Ασμοδαίος", "Μή χάνεσαι" του Βλάση Γαβριηλίδη και «Ραμπαγάς».

Στις 2 Απριλίου 1883, σε ηλικία 30 ετών έβγαλε το πρώτο φύλλο της εφημερίδας του, που ο Γεώργιος Δροσίνης τη βάφτισε «Ο Ρωμηός», που ήταν μια έμμετρη εβδομαδιαία σατιρική εφημερίδα. Ο «Ρωμηός» κυκλοφόρησε ως τις 17 Νοεμβρίου 1918 (τελευταίο φύλλο), λίγο πριν το θάνατο του Σουρή, για 36 χρόνια και 8 μήνες, σε 1.444 συνολικά τεύχη και 2 παραρτήματα. Το 1900, στο Δημοτικό Θέατρο των Αθηνών, παρουσιάστηκαν με επιτυχία οι «Νεφέλες» του Αριστοφάνους, σε έμμετρη απόδοσή του. Έγραψε και αρκετές έμμετρες κωμωδίες, οι οποίες καυτηρίαζαν τα κακώς κείμενα της εποχής. Η βασίλισσα Όλγα εξαπέλυσε δίωξη εναντίον του ποιητή Γεωργίου Σουρή.

Το έργο του χαρακτηριζόταν από την ποιητική του γονιμότητα και την πληθώρα των στίχων του. Έγραφε πάντα καλοπροαίρετα σχολιάζοντας το λαό, τους άρχοντες, τους Βασιλείς, χωρίς ωστόσο να βρίζει. Συχνά αυτοσαρκαζόταν και έξοχο δείγμα αυτοσαρκασμού είναι το ποίημα «Η Ζωγραφιά μου». Η γλώσσα του είναι μικτή. Χρησιμοποιεί πολύ τη δημοτική, αλλά συχνά στα ποιήματά του υπάρχουν αρκετές λόγιες λέξεις και φράσεις, για λόγους είτε μετρικούς είτε σατιρικούς. Είχε άλλωστε συγκρουστεί εντονότατα με τον Γιάννη Ψυχάρη και τους μαχητικούς δημοτικιστές των αρχών του 20ού αιώνα. Βεβαίως, κάποιοι τον είπαν στιχοπλόκο και κατηγόρησαν το έργο του υποστηρίζοντας πως στερείται ποιητικής αξίας ή ότι είναι εντελώς επιφανειακό. Ο Σουρής προτάθηκε 5 χρονιές για το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Ο Γ. Σουρής πέθανε το 1919 στο Νέο Φάληρο και κηδεύτηκε δημοσία δαπάνη με τιμές στρατηγού.

Δημοσίευσε ποιητικές συλλογές, ημερολόγια και μικρές έμμετρες κωμωδίες, που παρουσιάστηκαν στο θέατρο, ενώ στο τεράστιο σε όγκο έργο του περιλαμβάνονται άρθρα και δημοσιεύματα στα «Ημερολόγια του Ρωμηού». Ποιητικές συλλογές: «Συλλογή Λυρικών Ασμάτων» το 1873 και ακολούθησε η συλλογή - «Τα τραγούδια μου «Λόγοι φιλιππικοί Θεοδώρου Δεληγιάννη», το 1878, «Ο Φασουλής φιλόσοφος», «Ανατολικόν ζήτημα», «Τα αποκρηάτικα», το 1880, «Κυανή βίβλος της Ελλάδος», το 1881, «Ποιήματα (1882-1892)», σε έξι τόμους. Πολλά είναι τα θεατρικά του έργα με επίκαιρα θέματα. Μετέφρασε τις «Νεφέλες» του Αριστοφάνη, που παραστάθηκαν το 1900 σε έμμετρη απόδοση στο Δημοτικό Θέατρο Αθηνών και στην Αίγυπτο με δική του σκηνοθεσία αποσπώντας διθυραμβικές κριτικές.

Κλείνοντας θα παραθέσουμε δύο ποιήματά του.

Ὁ Ῥωμηός

Στὸν καφενὲ ἀπ᾿ ἔξω σὰν μπέης ξαπλωμένος,

τοῦ ἥλιου τὶς ἀκτῖνες ἀχόρταγα ρουφῶ,

καὶ στῶν ἐφημερίδων τὰ νέα βυθισμένος,

κανέναν δὲν κοιτάζω, κανέναν δὲν ψηφῶ.

Σὲ μία καρέκλα τὅνα ποδάρι μου τεντώνω,

τὸ ἄλλο σὲ μίαν ἄλλη, κι ὀλίγο παρεκεῖ

ἀφήνω τὸ καπέλο, καὶ ἀρχινῶ μὲ τόνο

τοὺς ὑπουργοὺς νὰ βρίζω καὶ τὴν πολιτική.

Ψυχή μου! τί λιακάδα! τί οὐρανὸς ! τί φύσις !

ἀχνίζει ἐμπροστά μου ὁ καϊμακλῆς καφές,

κι ἐγὼ κατεμπνευσμένος γιὰ ὅλα φέρνω κρίσεις,

καὶ μόνος μου τὶς βρίσκω μεγάλες καὶ σοφές.

Βρίζω Ἐγγλέζους, Ρώσους, καὶ ὅποιους ἄλλους θέλω,

καὶ στρίβω τὸ μουστάκι μ᾿ ἀγέρωχο πολύ,

καὶ μέσα στὸ θυμό μου κατὰ διαόλου στέλλω

τὸν ἴδιον ἑαυτό μου, καὶ γίνομαι σκυλί.

Φέρνω τὸν νοῦν στὸν Διάκο καὶ εἰς τὸν Καραΐσκο,

κατενθουσιασμένος τὰ γένια μου μαδῶ,

τὸν Ἕλληνα εἰς ὅλα ἀνώτερο τὸν βρίσκω,

κι ἀπάνω στὴν καρέκλα χαρούμενος πηδῶ.

Τὴν φίλη μας Εὐρώπη μὲ πέντε φασκελώνω,

ἀπάνω στὸ τραπέζι τὸν γρόθο μου κτυπῶ...

Ἐχύθη ὁ καφές μου, τὰ ροῦχα μου λερώνω,

κι ὅσες βλαστήμιες ξέρω ἀρχίζω νὰ τὶς πῶ.

Στὸν καφετζῆ ξεσπάω... φωτιὰ κι ἐκεῖνος παίρνει.

Ἀμέσως ἄνω κάτω τοῦ κάνω τὸν μπουφέ,

τὸν βρίζω καὶ μὲ βρίζει, τὸν δέρνω καὶ μὲ δέρνει,

καὶ τέλος... δὲν πληρώνω δεκάρα τὸν καφέ.

Εἰς τὰ θεμέλια τοῦ φρενοκομείου

(Τὸ φρενοκομεῖο χτίστηκε μὲ κληροδότημα τοῦ Χίου

φιλάνθρωπου Τζωρτζῆ Δρομοκαΐτη (ποὺ πέθανε τὸ

1880) ἔξω ἀπὸ τὴν Ἀθήνα, κοντὰ στὴ Μονὴ Δαφνίου,

γι᾿ αὐτὸ πολλοὶ τὸ λένε καὶ «Δαφνί». Ὁ Σουρῆς δὲν

ἄφησε τὴν εὐκαιρία ποὺ τοῦ ῾δινε τὸ γεγονὸς καὶ τὸ

...καυτηρίασε δεόντως... Ἀπρίλης 1884)

Ὢ Ἑορτὴ τῶν Ἑορτῶν... Ὢ εὐτυχὴς ἡμέρα!

Ὤ! τώρα πρέπει ὁ καθεὶς τοῦ Ἄστεως πολίτης

νὰ βάλει στὸ μπαλκόνι τοῦ μιὰ κόκκινη παντιέρα

μὲ μιὰ χρυσὴν ἐπιγραφὴ «Ζωρζὴς Δρομοκαΐτης».

Ναί! τώρα πρέπει στολισμὸς μὲ δάφνες καὶ μυρσίνες,

ναί! τώρα πρέπουν κανονιές, φανάρια καὶ ρετσίνες.

Φρενοκομεῖο κτίζεται καὶ στὴ σοφὴν Ἑλλάδα!

ἄ! ὁ Θεὸς ἐφώτισε τὸν Χιώτη τὸν Ζωρζὴ

καὶ τώρα μέσα στοῦ Δαφνιοῦ τὴ τόση πρασινάδα

θὰ βρίσκουμε παρηγοριὰ κι ἡ μνήμη του θὰ ζεῖ.

Ὢ μέγα εὐεργέτημα τῶν εὐεργετημάτων!

Ὢ μόνον οἰκοδόμημα τῶν οἰκοδομημάτων!

Θέλει λαμπρὸν Μαυσώλειον αὐτὸς ὁ κληροδότης,

παιάνας κι ἀποθέωσιν εἰς τρίτους οὐρανούς!...

Εὑρέθη μὲς στοὺς Χιώτηδες, μὲ γνώση κι ἕνας Χιώτης,

κι ἐσκέφθη ὁ μεγάλος του καὶ πρακτικός του νοῦς

πῶς μέσα στὴν Ἑλλάδα μας ποὺ πλημμυροῦν τὰ φῶτα,

Φρενοκομεῖον ἔπρεπε νὰ γίνει πρῶτα-πρῶτα.

*

Ο Κ. Θ. Δημαράς στην Ιστορίας του της νεοελληνικής λογοτεχνίας αφιερώνει θερμές σελίδες για το έργο του Γ. Σουρή. Αναφέρει: «Η σάτιρά του δεν βγαίνει ποτέ από θυμό ή από πόνο∙ πρόκειται να διασκεδάσουμε τον αναγνώστη∙ όχι να φανερώσουμε τις πληγές, παρά μ’ ένα αστείο ή μ’ ένα λογοπαίγνιο να καταστήσουμε τις πληγές ανώδυνες».

ΘΑΝΑΣΗΣ ΜΟΥΣΟΠΟΥΛΟΣ

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

Επιμέλεια: Σοφία Δαληκριάδου 

Κοινωνικά
Πολιτιστικά
Τοπικά